Τι σημαίνει το recherches στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης recherches στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recherches στο Γαλλικά.

Η λέξη recherches στο Γαλλικά σημαίνει εκλεκτός, έρευνα, καταζητούμενος, αναζήτηση, περιζήτητος, που ζητείται, που αναζητείται, επιθυμητός, αναζήτηση, αναζήτηση, αναζήτηση, που αναζητείται, ψάξιμο, έρευνα, περίπλοκος, μπερδεμένος, πολύπλοκος, μπλεγμένος, λαβυρινθώδης, εξερεύνηση, έρευνα, ψάχνω, περίτεχνος, συλλεκτικός, στη μόδα, αθόρυβη και κρυφή κίνηση προς ένα μέρος, ψάχνω, αναζητώ, σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω, ψάχνω, αναζητώ, επιδιώκω, επιζητώ, κυνηγάω, κυνηγώ, επιζητώ, καταζητώ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, βρίσκομαι στα ίχνη κπ, ψαρεύω, αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης, εξεζητημένος, επιτηδευμένος, χωρίς δυνατότητα αναζήτησης, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, εργασία πεδίου, εξονυχιστική εξέταση, διεξοδική εξέταση, καλόπιασμα, βοηθός καθηγητή, επιχειρησιακή έρευνα, φιλοσοφικό ερώτημα, ερευνητικό κέντρο, κέντρο ερευνών, εργαστήριο, εργαστήριο ερευνών, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, ερευνητικός δορυφόρος, αποστολή αναζήτησης, εξερεύνηση του διαστήματος, έρευνα, μηχανή αναζήτησης, σκανάρισμα, αναζήτηση κατοικίας, ανάκτηση εικόνων, αναζήτηση εργασίας, επιδίωξη της ευτυχίας, αναζήτηση της ευτυχίας, ερευνητική πρόταση, εργαστήριο, περιοχή έρευνας, αποκοπή καταλήξεων, ερευνητικό κέντρο, λεπτομερής εστίαση, αναζήτηση εργασίας, έρευνα και ανάπτυξη, έρευνα και ανάπτυξη, αναζήτηση τροφής, αναζήτηση της έξαψης, Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας, Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών, ερευνητικός σταθμός, επιστημονικές μελέτες, σε αναζήτηση, σε αναζήτηση, πάω να ψάξω, πάω να βρω, πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ, αναζητώ, ψάχνω, που αναζητά τροφή, για αναζήτηση εργασίας, κυνηγάω, κυνηγώ, ντύνομαι πολύ επίσημα, αναζήτηση τροφής, αναζητώ, ψάχνω, κυνηγητό, ανεπιτήδευτος, αναζήτηση και διάσωση, συνεργάτης ερευνητής, συνεργάτις ερευνήτρια, -, αναζήτηση σπιτιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης recherches

εκλεκτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έρευνα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le scientifique conduit des recherches.
Ο επιστήμονας διεξάγει έρευνα.

καταζητούμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La police a diffusé la photo de l'homme recherché aux médias.

αναζήτηση

(Internet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η αναζήτηση της Έμμα για φωτογραφίες των προσεληνώσεων είχε πολλά αποτελέσματα.

περιζήτητος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce quartier est l'un des plus demandés de la ville.

που ζητείται, που αναζητείται

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιθυμητός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναζήτηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous sommes tous à la recherche du bonheur.
Όλοι ασχολούμαστε με την αναζήτηση της ευτυχίας.

αναζήτηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le site du dictionnaire va bien : les recherches ont augmenté de 200 pour cent l'année dernière.

αναζήτηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tout le plaisir de la cueillette aux baies sauvages est dans la recherche !
Το πιο διασκεδαστικό κομμάτι στο μάζεμα των άγριων μούρων είναι το ψάξιμο!

που αναζητείται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'homme recherché a finalement été trouvé.
Ο χαμένος άντρας βρέθηκε τελικά.

ψάξιμο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Après une recherche rapide dans le frigo, j'avais les ingrédients d'une bonne soupe.

έρευνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nos recherches sur la maladie montrent qu'elle est d'origine génétique.
Οι έρευνές μας έδειξαν ότι η ασθένεια είναι γενετική.

περίπλοκος, μπερδεμένος, πολύπλοκος, μπλεγμένος, λαβυρινθώδης

(figuré) (μεταφορικά, ο δαιδαλώδης)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξερεύνηση, έρευνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fouille dans ces vieux magazines pour voir s'il y a de bons articles.

περίτεχνος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'organisation de cette vitrine était élaborée.
Στη βιτρίνα υπήρχε μια περίτεχνη παρουσίαση.

συλλεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στη μόδα

(Mode)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'article à la mode (or: en vogue) cette année est le chemisier imprimé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι πιο χοτ μπότες φέτος έχουν τετράγωνο τακούνι.

αθόρυβη και κρυφή κίνηση προς ένα μέρος

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il fouilla la cuisine dans une traque nocturne au bon petit gueuleton.

ψάχνω, αναζητώ

verbe transitif (sur internet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a recherché la réponse sur le net.
Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο.

σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si vous recherchez un nouvel ordinateur portable, voici nos cinq recommandations.

ψάχνω, αναζητώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons passé des mois à rechercher le meilleur restaurant thaï de la ville.

επιδιώκω, επιζητώ

(la gloire, la fortune)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle recherche la gloire et la fortune.
Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία.

κυνηγάω, κυνηγώ

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La jeune actrice recherchait la gloire malgré ses plaintes sur l'intrusion des médias.
Η νεαρή ηθοποιός κυνηγούσε τη δόξα, παρόλο που παραπονιόταν για την εισβολή των ΜΜΕ στη ζωή της.

επιζητώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recherchant la célébrité, elle essayait de monter sur les planches.
Επεδίωκε να γίνει διάσημη προσπαθώντας να γίνει ηθοποιός.

καταζητώ

verbe transitif (police)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les amis de Linda furent surpris quand ils découvrirent que celle-ci était recherchée par la police.

ψάχνω, αναζητώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous recherchons des moyens d'augmenter notre efficacité.
Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας.

ψάχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a cherché des indices pour localiser la femme, mais ils n'ont rien trouvé.

βρίσκομαι στα ίχνη κπ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ψαρεύω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle cherche (or: recherche) les compliments. Tu n'as qu'à l'ignorer.

αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξεζητημένος, επιτηδευμένος

(familier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χωρίς δυνατότητα αναζήτησης

locution adjectivale (donnée) (πληροφορική: δεδομένα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργασία πεδίου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le docteur Mills n'est pas au bureau, il fait de la recherche sur le terrain aujourd'hui.

εξονυχιστική εξέταση, διεξοδική εξέταση

nom féminin

καλόπιασμα

nom féminin (καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοηθός καθηγητή

(Université)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

επιχειρησιακή έρευνα

nom féminin (Maths)

Ce mathématicien fait de la recherche opérationnelle.

φιλοσοφικό ερώτημα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nature de la conscience fait l'objet de recherches philosophiques depuis Aristote.

ερευνητικό κέντρο, κέντρο ερευνών, εργαστήριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργαστήριο ερευνών

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'université compte trois laboratoires de recherches pour la faculté de médecine. Ils recherchent de nouveaux médicaments.

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'accès à la bibliothèque de recherche de l'université n'est pas autorisé aux étudiants de première année.

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ερευνητικός δορυφόρος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποστολή αναζήτησης

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξερεύνηση του διαστήματος

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρευνα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηχανή αναζήτησης

nom masculin (Internet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En configurant les moteurs de recherche, on obtient les résultats dans la langue de son choix.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γράψε μια λέξη κλειδί στη μηχανή αναζήτησής σου και δες τα αποτελέσματα.

σκανάρισμα

nom féminin (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναζήτηση κατοικίας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάκτηση εικόνων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζήτηση εργασίας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alain est en recherche d'emploi.

επιδίωξη της ευτυχίας, αναζήτηση της ευτυχίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ερευνητική πρόταση

nom masculin

εργαστήριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιοχή έρευνας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les policiers ont ratissé la zone de recherche pour tenter de retrouver le fuyard.

αποκοπή καταλήξεων

nom féminin (Linguistique) (γλωσσολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ερευνητικό κέντρο

nom masculin

λεπτομερής εστίαση

(Informatique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζήτηση εργασίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έρευνα και ανάπτυξη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έρευνα και ανάπτυξη

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναζήτηση τροφής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναζήτηση της έξαψης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας

nom propre masculin (Royaume-Uni)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών

nom propre masculin (Royaume-Uni)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ερευνητικός σταθμός

(expériences scientifiques)

επιστημονικές μελέτες

nom féminin

σε αναζήτηση

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε αναζήτηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les marins partirent à la recherche de trésors.

πάω να ψάξω, πάω να βρω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard est parti à la recherche du chat perdu.

πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À l'âge de 18 ans, Ron est parti à la recherche de ses parents biologiques.

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που αναζητά τροφή

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για αναζήτηση εργασίας

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυνηγάω, κυνηγώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ντύνομαι πολύ επίσημα

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζήτηση τροφής

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Notre recherche de nourriture n'a pas porté ses fruits, et nous avons décidé de manger des sandwichs à la maison.

αναζητώ, ψάχνω

(au Moyen Âge,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La légende raconte comment les chevaliers du roi Arthur se sont mis en quête du Graal.
Ο μύθος περιγράφει πώς οι ιππότες του βασιλιά Αρθούρου αναζητούσαν (or: έψαχναν) το Άγιο Δισκοπότηρο.

κυνηγητό

(figuré) (μεταφορικά: για κτ/κπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La traque du meurtrier a pris plusieurs années.
Η αναζήτηση του δολοφόνου κράτησε αρκετά χρόνια.

ανεπιτήδευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leah avait toujours un air sophistiqué naturel.

αναζήτηση και διάσωση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'équipe de secours en montagne offre des services de recherche et de sauvetage pour les personnes disparues dans la région.

συνεργάτης ερευνητής, συνεργάτις ερευνήτρια

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il est parti à la recherche d'un autre pain.
Έφυγε για να βρει άλλη μια φραντζόλα ψωμί.

αναζήτηση σπιτιού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recherches στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του recherches

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.