Τι σημαίνει το professeur στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης professeur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του professeur στο Γαλλικά.

Η λέξη professeur στο Γαλλικά σημαίνει δάσκαλος, δασκάλα, καθηγητής, καθηγήτρια, δάσκαλος, δασκάλα, καθηγητής, καθηγήτρια, καθηγητής, καθηγήτρια, καθηγητής, καθηγήτρια, καθηγητής, καθηγήτρια, καθηγητής, καθηγήτρια, καθηγητής, καθηγήτρια, δάσκαλος, δάσκαλος, δασκάλα, μέλος διδακτικού προσωπικού, καθηγητής, καθηγήτρια, φοιτητής/φοιτήτρια παιδαγωγικής, ομότιμη, καθηγητής, καθηγήτρια, υφηγητής, υφηγήτρια, καθηγητής, καθηγητής ορθοφωνίας, επίκουρος καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια, που έχει άδεια διδασκαλίας, δάσκαλος χορού, δασκάλα χορού, δάσκαλος χορού, δασκάλα χορού, θεατρολόγος, δάσκαλος, δασκάλα, υπεύθυνος καθηγητής τμήματος, καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας, καθηγητής φυσικής, καθηγήτρια φυσικής, δάσκαλος πιάνου, δασκάλα πιάνου, καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης, γυμναστής, γυμνάστρια, αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια, κατ' οίκον δάσκαλος, κατ' οίκον δασκάλα, τακτικός καθηγητής, τακτική καθηγήτρια, καθηγητής, καθηγήτρια, δάσκαλος, δασκάλα, επίτιμος καθηγητής, επίτιμη καθηγήτρια, λέκτορας, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, αναπληρωτής, αναπληρώτρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης professeur

δάσκαλος, δασκάλα

(collège, lycée, université) (δημοτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Le professeur est en retard à son cours.
Ο καθηγητής άργησε να έρθει στην τάξη.

καθηγητής, καθηγήτρια

(d'université)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Η Λίζα ήταν λέκτορας για δέκα χρόνια πριν γίνει καθηγήτρια.

δάσκαλος, δασκάλα

(sport, loisir,...)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Je travaille comme prof de natation à la piscine du coin.

καθηγητής, καθηγήτρια

(université)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ma mère est professeur à l'université.

καθηγητής, καθηγήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Docteur Hosmer est professeur d'histoire en troisième cycle.

καθηγητής, καθηγήτρια

(Musique)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Son professeur de chant l'aida à travailler sa voix.
Ο καθηγητής της φωνητικής τον βοήθησε να τραγουδάει καλύτερα.

καθηγητής, καθηγήτρια

(université)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Les deux étudiants ont discuté de leurs dissertations avec le professeur.
Οι δύο φοιτητές συζήτησαν τις εργασίες τους με τον καθηγητή.

καθηγητής, καθηγήτρια

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

καθηγητής, καθηγήτρια

(activité sportive)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ο καθηγητής ήταν άρρωστος και έτσι το μάθημα ακυρώθηκε.

δάσκαλος

(école primaire, un peu vieilli)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δάσκαλος

(école primaire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δασκάλα

(école primaire, un peu daté)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέλος διδακτικού προσωπικού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθηγητής, καθηγήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Larry fait un doctorat pour pouvoir devenir professeur d'université.
Ο Λάρυ κάνει διδακτορικό για να μπορέσει να γίνει καθηγητής.

φοιτητής/φοιτήτρια παιδαγωγικής

(Can ou France vieilli)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ομότιμη

adjectif (τίτλος καθηγήτριας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθηγητής, καθηγήτρια

(à domicile)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Rick avait des problèmes en maths alors ses parents ont embauché un professeur particulier pour l'aider.
Ο Ρικ ζοριζόταν στα μαθηματικά και έτσι οι γονείς του του βρήκαν καθηγητή.

υφηγητής, υφηγήτρια

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Les professeurs d'université portaient leur toge pour la cérémonie.

καθηγητής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καθηγητής ορθοφωνίας

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επίκουρος καθηγητής

(France, équivalent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Son premier poste d'enseignement fut celui de maître de conférences.

αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια

(France, équivalent)

Elle a été titularisée quand elle a été promue maître de conférences.

που έχει άδεια διδασκαλίας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έχει άδεια διδασκαλίας αλλά δεν καταφέρνει να κρατήσει ήσυχη την τάξη.

δάσκαλος χορού, δασκάλα χορού

nom masculin

δάσκαλος χορού, δασκάλα χορού

nom masculin

Mon professeur de danse a été danseur professionnel pendant vingt ans avant de commencer à enseigner.

θεατρολόγος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

δάσκαλος, δασκάλα

(nom officiel)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mme Talton est un excellent professeur des écoles.

υπεύθυνος καθηγητής τμήματος

nom masculin (France) (σχολείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας

nom masculin

καθηγητής φυσικής, καθηγήτρια φυσικής

(Scolaire, France, équivalent)

δάσκαλος πιάνου, δασκάλα πιάνου

nom masculin

καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυμναστής, γυμνάστρια

(Scolaire, France)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια

κατ' οίκον δάσκαλος, κατ' οίκον δασκάλα

nom masculin

τακτικός καθηγητής, τακτική καθηγήτρια

(France)

καθηγητής, καθηγήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
La famille a engagé un professeur particulier pour leur fils.

δάσκαλος, δασκάλα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

επίτιμος καθηγητής, επίτιμη καθηγήτρια

nom masculin

λέκτορας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Jeff s'est trouvé un emploi comme maître de conférences à l'université du coin.

αναπληρωτής, αναπληρώτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Le professeur remplaçant a demandé aux élèves ce qu'ils avaient fait avec leur professeur habituel.

αναπληρωτής, αναπληρώτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
M. Rogers étant en congé maladie aujourd'hui, l'école a prévu un professeur remplaçant pour assurer ses cours.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του professeur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του professeur

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.