Τι σημαίνει το refused στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης refused στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του refused στο Αγγλικά.

Η λέξη refused στο Αγγλικά σημαίνει αρνούμαι, αρνιέμαι, αρνούμαι, αρνιέμαι, αρνούμαι να κάνω κτ, αρνιέμαι να κάνω κτ, αρνούμαι, αρνιέμαι, αρνούμαι, αρνιέμαι, απορρίμματα, αρνούμαι, αρνιέμαι, συλλογή απορριμμάτων, αποκομιδή απορριμμάτων, οδοκαθαριστής, δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ, δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ, αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να δεχτώ, αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να απόδεχτώ, αρνούμαι να αναγνωρίσω, αρνούμαι να αναγνωρίσω, αρνούμαι να παραδεχτώ, αρνούμαι να παραδεχτώ, αρνούμαι να πιστέψω, αρνούμαι να πιστέψω, αρνούμαι να σκεφτώ κτ, αρνούμαι να συνεργαστώ, αρνούμαι να μιλήσω, οδοκαθαριστής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης refused

αρνούμαι, αρνιέμαι

transitive verb (offer: decline)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mrs Bixby refused his offer to help her with her bags.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης.

αρνούμαι, αρνιέμαι

transitive verb ([sth] offered: not take)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David refused a second piece of pizza, saying that he wasn't very hungry.
Ο Ντέιβιντ αρνήθηκε να πάρει δεύτερο κομμάτι πίτσα λέγοντας ότι δεν πεινούσε πολύ.

αρνούμαι να κάνω κτ, αρνιέμαι να κάνω κτ

verbal expression (say no)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The child refused to eat his spinach.
Το παιδί αρνιόταν να φάει το σπανάκι του.

αρνούμαι, αρνιέμαι

intransitive verb (not comply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They asked me to lie for them, and I refused.
Μου ζήτησαν να πω ψέμματα για λογαριασμό τους και αρνήθηκα (or: δεν δέχτηκα).

αρνούμαι, αρνιέμαι

intransitive verb (not consent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wanted to pay by credit card, but they refused.
Ήθελα να πληρώσω με πιστωτική κάρτα, αλλά αρνήθηκαν.

απορρίμματα

noun (rubbish, [sth] discarded)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A pile of refuse littered the kitchen corner.
Ένας σωρός σκουπίδια λέρωνε τη γωνία της κουζίνας.

αρνούμαι, αρνιέμαι

transitive verb (say no to: a suitor) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He proposed to her twice and both times she refused him.

συλλογή απορριμμάτων, αποκομιδή απορριμμάτων

noun (refuse pickup)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
On garbage collection day, I put out one bin of trash and one of recyclables.

οδοκαθαριστής

noun (US (person who collects refuse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Garbage collectors do an essential job.

δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ

(not give permission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The couple wanted to get married, but the girl's father refused consent.
Το ζευγάρι ήθελε να παντρευτεί αλλά ο πατέρας της κοπέλας δε συναινούσε.

δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ

verbal expression (not allow [sth]) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ministers have refused consent for a wind farm located in central Sutherland.

αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να δεχτώ

transitive verb (fact: deny)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brian refused to accept the fact that he had made a mistake.

αρνούμαι να αποδεχτώ

verbal expression (with clause: deny)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He refused to accept that his illness was incurable.
Αρνήθηκε να αποδεχτεί ότι η ασθένειά του ήταν ανίατη.

αρνούμαι να αποδεχτώ

verbal expression ([sth] offered: not take)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She refused to accept flowers from men she did not know.
Αρνήθηκε να αποδεχτεί λουλούδια από άντρες που δε γνώριζε.

αρνούμαι να απόδεχτώ

verbal expression (person: exclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Those snotty girls refuse to accept anybody whose parents aren't rich.
Αυτές οι στρίγγλες αρνιόνταν να αποδεχτούν όποιον δεν είχε πλούσιους γονείς.

αρνούμαι να αναγνωρίσω

transitive verb (disregard) (αγνοώ, αψηφώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρνούμαι να αναγνωρίσω

verbal expression (with clause: disregard) (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hotel management refused to acknowledge that my room was dirty.

αρνούμαι να παραδεχτώ

verbal expression (deny)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The minister refused to admit that he had acted inappropriately.
Ο υπουργός αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι είχε ενεργήσει ανάρμοστα.

αρνούμαι να παραδεχτώ

verbal expression (with clause: deny) (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Doris is refusing to admit that she was wrong.

αρνούμαι να πιστέψω

verbal expression (with object: be unwilling to accept)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She refused to believe his version of events.

αρνούμαι να πιστέψω

verbal expression (with clause: be unwilling to accept) (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I refuse to believe that he's only interested in her money.

αρνούμαι να σκεφτώ κτ

verbal expression (not accept)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm an optimist: I refuse to consider the possibility of failure.

αρνούμαι να συνεργαστώ

verbal expression (be unwilling)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man arrested yesterday refused to cooperate with the investigation.
Ο άντρας που συνέλαβαν εχθές αρνείτε να συνεργαστεί στην έρευνα.

αρνούμαι να μιλήσω

verbal expression (withhold information)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Despite spending hours being interrogated by the police, he refused to talk.

οδοκαθαριστής

noun (person employed to collect refuse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του refused στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του refused

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.