Τι σημαίνει το relationship στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης relationship στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του relationship στο Αγγλικά.
Η λέξη relationship στο Αγγλικά σημαίνει σχέση, συγγένεια, δεσμός, σχέση, σχέση, σχέση, αρμονική σχέση, σχέση εξ αποστάσεως, προσωπική σχέση, επαγγελματική σχέση, οικογενειακή κατάσταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης relationship
σχέση, συγγένειαnoun (family connection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What is her relationship to you? Is she a cousin? Τι σχέση (or: συγγένεια) έχετε; Είναι ξαδέρφη σου; |
δεσμόςnoun (romantic involvement) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We have been in a relationship for three years and we plan to get married. Έχουμε σχέση τρία χρόνια και σχεδιάζουμε να παντρευτούμε. |
σχέσηnoun (logical connection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Is there a relationship between car exhaust fumes and global warming? Υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στα καυσαέρια των αυτοκινήτων και στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη; |
σχέσηnoun (tie, connection to [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Do you have any relationship with the company that you are recommending to us? Έχεις καμία σχέση με την εταιρεία που μας προτείνεις; |
σχέσηnoun (emotional connection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Like most twins, Fred and Georgette have a very close relationship. |
αρμονική σχέσηnoun (agreement, lack of discord) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After 50 years of marriage, theirs was still the most harmonious relationship I have known. |
σχέση εξ αποστάσεωςnoun (romance while far apart) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The couple have been in a long-distance relationship for the past two years. |
προσωπική σχέσηnoun (intimacy or friendship) |
επαγγελματική σχέσηnoun (interaction with colleague or work partner) |
οικογενειακή κατάστασηnoun (whether one is single, married, etc.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του relationship στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του relationship
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.