Τι σημαίνει το fixer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fixer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fixer στο Γαλλικά.
Η λέξη fixer στο Γαλλικά σημαίνει καταλήγω, ορίζω, καθορίζω, ορίζω, καθορίζω, κουμπώνω, δένω, ασφαλίζω, χαζεύω, εστιάζω σε κτ, χαζεύω, καθορίζω, σταθεροποιώ, ορίζω, καθορίζω, καθορίζω, ορίζω, σταθεροποιώ, επεξεργάζομαι, σταθεροποιώ, κανονίζω, εισάγω, βιδώνω, δένω, αποφασίζω, σφίγγω, στερεώνω, παρατηρώ, στερεώνω, στερεώνομαι σε κτ, τοποθετούμαι σε κτ, δένομαι σε κτ, καρφιτσώνω, καρφιτσώνω κτ με πινέζα, στερεώνω κτ με πινέζα, εστιάζω, βάζω τους κανόνες, ορίζω ακριβή ημερομηνία, ορίζω ημερομηνία, ορίζω, κανονίζω την τιμή, θέτω όρους/κανονισμούς, θέτω όρια/περιορισμούς, θέτω όριο, κοιτάζω επίμονα, κοιτάζω επίμονα, πιάνομαι με κλιπ, πιάνομαι με κλιψάκι, ανακοστολογώ, ανατιμολογώ, κοιτάζω επίμονα, κοιτάζω επίμονα, στερεώνω, κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ, κάνω διατίμηση σε κτ, πιάνω κτ με κλιπ, πιάνω κτ με κλιψάκι, ορίζω ημερομηνία γάμου, κλείνω ραντεβού για κπ, συγκεντρώνομαι, κόβω, θέτω όρους/κανονισμούς, συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω, καρφώνω, στήνω, βιδώνω, κρατώ σταθερό, σφίγγω, συνδέομαι, επανεστιάζω σε κπ, κοστολογώ, εστιάζω, επικεντρώνω, βιδώνω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fixer
καταλήγωverbe transitif (une date) (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons fixé le 27 mars comme date de mariage. Καταλήξαμε στην 27η Μαρτίου για την ημερομηνία του γάμου. |
ορίζω, καθορίζωverbe transitif (un prix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fixons le prix de cette chemise à 20 dollars. Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια. |
ορίζωverbe transitif (une date, un rendez-vous) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fixons (or: Choisissons) une date en juin pour le mariage. |
καθορίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron fixe (or: établit) nos horaires de travail. Les objectifs de vente ont été fixés )(or: établis) pour ce mois-ci. |
κουμπώνω, δένω, ασφαλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que tu peux fixer le siège bébé pour qu'il ne bouge pas dans la voiture ? |
χαζεύω(αφηρημένα, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Τζούντιθ κοίταζε αφηρημένη προς τα ήρεμα νερά της λίμνης. |
εστιάζω σε κτverbe transitif |
χαζεύω(αφηρημένα, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On s'est allongés sur le dos pour regarder les étoiles. Ξαπλώσαμε ανάσκελα και χαζεύαμε τα αστέρια. |
καθορίζω, σταθεροποιώverbe transitif (un prix) (χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons fixé le prix à dix-neuf dollars chacun. Παγώσαμε την τιμή στα δεκαεννιά δολάρια το τεμάχιο. |
ορίζω, καθορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jenny a fixé l'heure et la date de la grosse réunion. Η Τζένυ όρισε την ώρα και την ημερομηνία για το μεγάλο μίτινγκ. |
καθορίζω, ορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le club fixe les règles auxquelles ses membres doivent adhérer. Ο σύλλογος καθορίζει (or: ορίζει) τους κανόνες, τους οποίους περιμένει να εφαρμόζουν τα μέλη του. |
σταθεροποιώverbe transitif (des couleurs...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous utilisons ce produit pour fixer les couleurs du t-shirt. Χρησιμοποιήσαμε αυτό το χημικό για να σταθεροποιήσουμε τα χρώματα στο μπλουζάκι. |
επεξεργάζομαιverbe transitif (Photographie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le photographe fixa les photos dans le bon bain. |
σταθεροποιώverbe transitif (un prix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise fixa le prix à 60$. |
κανονίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avant d'acheter les matériaux, fixons un planning. |
εισάγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βιδώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένω(Marine, technique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφασίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As-tu décidé d'une église pour le mariage ? |
σφίγγω, στερεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fixe la ponceuse au bout de l'établi. Στερέωσε το τριβείο στην άκρη του πάγκου εργασίας. |
παρατηρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle considéra (or: fixa) son visage un long moment, puis sourit. Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε. |
στερεώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe a posé la poutre où il fallait avec des équerres et des boulons résistants. Το πλήρωμα στερέωσε τον δοκό στη θέση του με άγκιστρα και με μπουλόνια μεγάλης αντοχής. |
στερεώνομαι σε κτ, τοποθετούμαι σε κτ, δένομαι σε κτ
Le mousqueton s'accroche à votre ceinture pour vous permettre de transporter facilement vos clés, une gourde ou tout autre équipement. |
καρφιτσώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enseignante a punaisé les œuvres d'art des élèves sur les murs de la salle de classe. Ο δάσκαλος κρέμασε τις ζωγραφιές των μαθητών στους τοίχους της αίθουσας. |
καρφιτσώνω κτ με πινέζα, στερεώνω κτ με πινέζα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εστιάζω(επίσημο: μάτια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shaun a fixé la cible du regard et a lancé sa fléchette. New: Το μάτι του καρφώθηκε στην εικόνα. |
βάζω τους κανόνεςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma mère a fixé les règles : si je choisis de fumer, je ne peux pas rester à la maison. |
ορίζω ακριβή ημερομηνία, ορίζω ημερομηνίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La conférence aura lieu l'année prochaine, mais les organisateurs n'ont pas encore fixé la date. |
ορίζω, κανονίζω την τιμή
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέτω όρους/κανονισμούςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέτω όρια/περιορισμούςverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέτω όριοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω επίμονα
C'est malpoli de fixer les gens du regard. Είναι αγενές να κοιτάζεις επίμονα. |
κοιτάζω επίμονα
L'humoriste s'attendait à ce que les spectateurs rient, mais ils l'ont juste regardé bouche bée, choqués par sa blague. |
πιάνομαι με κλιπ, πιάνομαι με κλιψάκιverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακοστολογώ, ανατιμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοιτάζω επίμονα
Les amis de Sarah l'ont regardée bouche bée quand elle est arrivée à la soirée en portant un déguisement de vache. |
κοιτάζω επίμονα
Agnes fixait le téléphone du regard, le suppliant de sonner. Η Άγκνες κοίταζε επίμονα το τηλέφωνο, παρακαλώντας να χτυπήσει. |
στερεώνω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Laisse-moi accrocher ce poster au mur. Άσε με να κρεμάσω την αφίσα στον τοίχο. |
κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ(timbre, étiquette) |
κάνω διατίμηση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω κτ με κλιπ, πιάνω κτ με κλιψάκιlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ορίζω ημερομηνία γάμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλείνω ραντεβού για κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκεντρώνομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κόβω(familier) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέτω όρους/κανονισμούςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous n'étions pas en position de fixer des conditions alors nous avons dû suivre les décisions prises. |
συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνωverbe transitif (l'attention) (την προσοχή μου σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fixez (or: focalisez) votre attention sur le joueur le plus grand. Τώρα στρέψε την προσοχή σου στον ψηλότερο παίκτη. |
καρφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Γουέντυ στερέωσε τη σκηνή στο έδαφος με πασσάλους. |
στήνωverbe transitif (un prix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En 2012, Barclays a été condamné à une amende pour avoir fixé illégalement le taux LIBOR. Το 2012 επιβλήθηκε πρόστιμο στη Barclays με την κατηγορία ότι έστησε το διατραπεζικό επιτόκιο του Λονδίνου. |
βιδώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a vissé les étagères au mur. Βίδωσε τα ράφια στον τοίχο. |
κρατώ σταθερόverbe transitif (son regard) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'optométriste lui demanda de fixer le point sur le mur. Ο οπτικός του είπε να εστιάσει το βλέμμα του στην κουκκίδα στον τοίχο. |
σφίγγωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La gélatine se solidifie en une heure. |
συνδέομαιverbe pronominal (Biologie) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ces molécules se lient à des protéines pour former des glycoprotéines. |
επανεστιάζω σε κπ
|
κοστολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le marchand d'art fixa le prix du vase à six cents dollars. |
εστιάζω, επικεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le détective se concentra sur l'affaire. |
βιδώνω κτ σε κτ
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fixer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του fixer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.