Τι σημαίνει το retail στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης retail στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retail στο Αγγλικά.

Η λέξη retail στο Αγγλικά σημαίνει λιανικό εμπόριο, λιανικής πώλησης, λιανική, λιανικής, πωλούμαι, πουλάω, πουλώ, συνοικιακό κατάστημα, λιανική επιχείρηση, αλυσίδα καταστημάτων, έμπορος λιανικής, κλάδος λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικής, έμπορος λιανικής, κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό, τιμή λιανικής, λιανική τιμή, λιανικό εμπόριο, τομέας λιανικού εμπορίου, τομέας λιανικής, κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό, shopping therapy, λιανικό εμπόριο, αξία λιανικής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης retail

λιανικό εμπόριο

noun (sale to public)

I work in retail.
Δουλεύω στις λιανικές πωλήσεις.

λιανικής πώλησης

adjective (store) (σε γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Last year's profits increased for retail electronics stores.
Πέρσι τα κέρδη των καταστημάτων λιανικής πώλησης ηλεκτρικών ειδών αυξήθηκαν.

λιανική, λιανικής

adverb (at retail prices) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If I had bought the stereo retail, I would have paid much more.
Αν αγόραζα το στερεοφωνικό λιανική, θα πλήρωνα πολύ περισσότερα.

πωλούμαι

intransitive verb (to be sold at retail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It retails for twenty dollars.

πουλάω, πουλώ

transitive verb (sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mrs Sellers now retails shoes.

συνοικιακό κατάστημα

noun (small commercial business) (μτφ: όχι μέλος αλυσίδας)

Although the prices tend to be higher, I prefer shopping at independent retailers as the service is better.

λιανική επιχείρηση

noun (business: sells goods)

αλυσίδα καταστημάτων

noun (shop with multiple branches)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έμπορος λιανικής

noun (seller)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The craftsman sold not only to wholesalers, but also to various retail dealers.

κλάδος λιανικού εμπορίου

noun (shop sales)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγορά λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικής

noun (for sale of goods)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ecommerce is gaining an increasingly large share of the retail market.

έμπορος λιανικής

noun (shop owner, seller)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό

noun (shop, store)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The paint company had retail outlets in every state.

τιμή λιανικής, λιανική τιμή

noun (amount [sth] costs in shops)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I never pay the full retail price because I know how to haggle.

λιανικό εμπόριο

plural noun (shop selling)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I worked in retail sales for many years.

τομέας λιανικού εμπορίου, τομέας λιανικής

noun (commerce: shops, stores)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό

noun (shop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a retail store in the mall and a discount outlet store at the factory.

shopping therapy

noun (informal (shopping to improve mood) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After his girlfriend dumped him, Chaz went to the mall for some retail therapy.

λιανικό εμπόριο

noun (shop selling)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αξία λιανικής

noun (amount [sth] is worth in shops)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retail στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του retail

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.