Τι σημαίνει το account στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης account στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του account στο Αγγλικά.

Η λέξη account στο Αγγλικά σημαίνει λογαριασμός, λογαριασμός, λογαριασμός, αναφορά, περιγραφή, εξήγηση, εξηγώ, αιτιολογώ, δικαιολογώ, είμαι ο λόγος, αντιστοιχώ σε κτ, αναλογώ σε κτ, αξία, κρίση, εκτίμηση, λογαριασμός, λογαριασμός, βιβλία, κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ, θεωρώ, θεωρώ, υπόλοιπο λογαριασμού, λογιστικό βιβλίο, λογιστικό βιβλίο, εκπρόσωπος πωλήσεων, λαμβάνοντας υπόψη, υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών, τραπεζικός λογαριασμός, καλώ κπ να λογοδοτήσει, λογαριασμός κεφαλαίου, ισοζύγιο κεφαλαίων, τρεχούμενος λογαριασμός, τρεχούμενος λογαριασμός, εταιρικός λογαριασμός, λογαριασμός εταιρικού πελάτη, λεπτομερής αναφορά, λογαριασμός εξόδων, έχω τραπεζικό λογαριασμό, έχω πιστωτικό λογαριασμό, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, συνταξιοδοτικός λογαριασμός, κοινός τραπεζικός λογαριασμός, κοινός λογαριασμός, ασήμαντος, ανάξιος, επί πιστώσει, εξαιτίας, για χάρη κπ, για αυτό το λόγο, εξαιτίας αυτού, σε καμία περίπτωση, τρεχούμενος λογαριασμός, ανοίγω λογαριασμό, με δική μου πρωτοβουλία, δική μου εκδοχή, ληξιπρόθεσμο χρέος, λογαριασμός ταμιευτηρίου, εξοφλώ τα χρέη μου, αντίγραφο κίνησης τραπεζικού λογαριασμού, µεταβατικός λογαριασµός, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου, λαμβάνω υπόψη, εμπορικός λογαριασμός, λογαριασμός διαχείρισης, καταπιστευματικός λογαριασμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης account

λογαριασμός

noun (money in bank) (τραπεζικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He withdrew half the money in his account.
Απέσυρε τα μισά του χρήματα από τον λογαριασμό του.

λογαριασμός

noun (retail credit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She charged the shoes to her account.
Χρέωσε τα παπούτσια στον λογαριασμό της.

λογαριασμός

noun (registration with a website, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Do you have a WordReference account?
Έχεις λογαριασμό στο WordReference;

αναφορά, περιγραφή

noun (narrative)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He gave a detailed account of the football match.
Έδωσε μια λεπτομερή αναφορά (or: περιγραφή) του ποδοσφαιρικού αγώνα.

εξήγηση

noun (explanation) (αιτιολόγηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police did not believe Sally's account of her actions.
Η αστυνομία δεν πίστεψε την εξήγηση που έδωσε η Σάλλυ για τις πράξεις της.

εξηγώ

phrasal verb, transitive, inseparable (explain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How do you account for the fact that no one can confirm your alibi for that night?
Πώς εξηγείς το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει το άλλοθί σου για χτες το βράδυ;

αιτιολογώ, δικαιολογώ

phrasal verb, transitive, inseparable (justify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We were asked to account for our actions.
Μας ζητήθηκε να δώσουμε εξηγήσεις για τις πράξεις μας.

είμαι ο λόγος

phrasal verb, transitive, inseparable (cause)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
She wondered what could account for his sadness.
Αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος της στενοχώριας του.

αντιστοιχώ σε κτ, αναλογώ σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (be total of)

Women in Britain now account for almost half of the workforce.
Οι γυναίκες στη Βρετανία αντιστοιχούν (or: αναλογούν) πλέον σχεδόν στο μισό του εργατικού δυναμικού.

αξία

noun (value)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They turned his new idea to account. His ideas are of no account.

κρίση, εκτίμηση

noun (judgment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is a fine actor, by his own account!

λογαριασμός

noun (customer) (πελάτης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The company has just won two new accounts.

λογαριασμός

noun (assets in a brokerage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have equities and an account with an NYSE brokerage.

βιβλία

plural noun (bookkeeping record) (λογιστική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There was an error in the accounts.

κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ

(count up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He could account for every penny he had spent.

θεωρώ

transitive verb (report to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The critics accounted it a good play.

θεωρώ

transitive verb (formal (consider) (κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This restaurant is accounted the best in town.
Το εστιατόριο θεωρείται το καλύτερο στην πόλη.

υπόλοιπο λογαριασμού

noun (bank: amount in an account)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My account balance is slightly over $4000.

λογιστικό βιβλίο

noun (UK (finance ledger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λογιστικό βιβλίο

noun (US (accounting ledger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bookkeeper kept two sets of account books: one for the tax man, and another for his investors.

εκπρόσωπος πωλήσεων

noun (sales representative)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λαμβάνοντας υπόψη

expression (considering)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even accounting for the bad weather, the number of visitors to the park has been very low.

υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών

noun (looks after customers, accounts)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're hiring an account manager for the telecoms industry.

τραπεζικός λογαριασμός

noun (money kept in a bank)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A debit card takes money directly from your bank account.
Οι χρεωστικές κάρτες τραβούν χρήματα κατευθείαν από τον τραπεζικό σου λογαριασμό.

καλώ κπ να λογοδοτήσει

verbal expression (force to explain or justify)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λογαριασμός κεφαλαίου

noun (type of business account)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ισοζύγιο κεφαλαίων

noun (showing net worth of business)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τρεχούμενος λογαριασμός

noun (for deferred payment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρεχούμενος λογαριασμός

noun (bank: current account)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εταιρικός λογαριασμός

noun (bank account in business name)

λογαριασμός εταιρικού πελάτη

noun (customer account in business name)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λεπτομερής αναφορά

noun (record of every event) (καταγραφή κάθε γεγονότος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The witness gave the police a detailed account of what had happened.

λογαριασμός εξόδων

noun (account for expenses)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The director charged her business lunch to her expense account.

έχω τραπεζικό λογαριασμό

verbal expression (bank with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have an account with Lloyds Bank.

έχω πιστωτικό λογαριασμό

verbal expression (have a credit account with: a business)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have an account with the university bookshop on the High Street.

ατομικός λογαριασμός ασφάλισης

noun (US (personal pension fund)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Individual retirement accounts let you save without paying income taxes until after you retire.

συνταξιοδοτικός λογαριασμός

noun (initialism (individual retirement account)

Tom opened an IRA account when he joined the company.

κοινός τραπεζικός λογαριασμός, κοινός λογαριασμός

noun (bank account)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
My wife and I have a joint account at the bank.

ασήμαντος

adjective (US, informal (of little worth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανάξιος

noun (US, informal (worthless person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επί πιστώσει

(purchase: pay later)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαιτίας

expression (because of, due to) (με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The picnic is canceled on account of the rain.
Το πικ νικ ακυρώνεται εξαιτίας της βροχής.

για χάρη κπ

expression (for [sb]'s sake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't turn the music off on my account; it doesn't bother me.

για αυτό το λόγο, εξαιτίας αυτού

adverb (for this reason)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The bridge collapsed; on account of this, we have to take the ferry.

σε καμία περίπτωση

expression (not for any reason)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On no account should you let a stranger into your house without ID. // On no account interrupt me while I'm in this conference call.

τρεχούμενος λογαριασμός

noun (banking)

ανοίγω λογαριασμό

verbal expression (register with a bank)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the first things you need to do on arrival in a new country is to go to a bank and open an account.

με δική μου πρωτοβουλία

noun (personal admission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
By his own account, he wasn't there that night.

δική μου εκδοχή

noun ([sb]'s personal version of events)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ληξιπρόθεσμο χρέος

noun (unpaid debt) (οικονομικά)

The past-due account will be reported to all national credit bureaus.

λογαριασμός ταμιευτηρίου

noun (banking: current account)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I put my tax refund into my savings account.

εξοφλώ τα χρέη μου

(pay debts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Students must settle their account before they become eligible to register for a subsequent semester.

αντίγραφο κίνησης τραπεζικού λογαριασμού

noun (document showing bank balance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

µεταβατικός λογαριασµός

noun (temporary ledger)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου

verbal expression (take into consideration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you use a pesticide, you must take account of various health and safety considerations.

λαμβάνω υπόψη

verbal expression (consider, allow for)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You should have taken their age into account. You must take into account both the exchange rate and the bank fees.
Πρέπει να υπολογίσεις τόσο την ισοτιμία συναλλάγματος όσο και τις τραπεζικές χρεώσεις.

εμπορικός λογαριασμός

noun (business customer)

λογαριασμός διαχείρισης

noun (business: account of property)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καταπιστευματικός λογαριασμός

noun (savings account)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του account στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του account

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.