Τι σημαίνει το outlet στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης outlet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του outlet στο Αγγλικά.

Η λέξη outlet στο Αγγλικά σημαίνει πρίζα, outlet, κατάστημα λιανικής, έξοδος, διέξοδος, έξοδος, διέξοδος, διέξοδος, εκτόνωση, αγορά, κατάστημα outlet, μέσο μαζικής ενημέρωσης, προσαρμογέας πρίζας, διευθυντής εμπορικού καταστήματος, διευθυντής καταστήματος, διακόπτης, πρίζα, κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό, έξοδος νερού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης outlet

πρίζα

noun (electrical socket)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plug must be inserted fully into the power outlet or the appliance will not work.
Το φις πρέπει να μπει καλά στην πρίζα, αλλιώς η συσκευή δε θα λειτουργήσει.

outlet

noun (factory shop)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
You should shop at the outlets. The clothes are cheaper there.
Να ψωνίζεις στα καταστήματα outlet. Τα ρούχα είναι πιο φτηνά εκεί.

κατάστημα λιανικής

noun (retail store)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Modern clothing companies have outlets in many countries.
Οι σύγχρονες εταιρείες ένδυσης έχουν καταστήματα λιανικής σε πολλές χώρες.

έξοδος, διέξοδος

noun (vent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An outlet for steam in a bathroom is necessary to prevent condensation.
Ένα άνοιγμα για τον ατμό στο μπάνιο είναι απαραίτητο για να αποφεύγονται οι υδρατμοί.

έξοδος, διέξοδος

noun (drain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If there is no outlet for the rainwater, a road becomes flooded easily.
Αν δεν υπάρχει καμία διέξοδος για το νερό της βροχής, ο δρόμος εύκολα πλημμυρίζει.

διέξοδος

noun (figurative (means of expression) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Writing provided an outlet for his creativity.
Η συγγραφή αποτελούσε μια διέξοδο για τη δημιουργικότητά του.

εκτόνωση

noun (figurative (means of venting feelings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hitting a punch ball is often an outlet for a person's anger.
Τα χτυπήματα σε έναν σάκο του μποξ είναι συχνά μια εκτόνωση για το θυμό κάποιου.

αγορά

noun (market)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Before you manufacture anything, make sure there is an outlet for it.
Πριν παράξεις κάτι, βεβαιώσου ότι υπάρχει αγορά για αυτό.

κατάστημα outlet

(cheap store)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέσο μαζικής ενημέρωσης

noun (newspaper, TV station, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσαρμογέας πρίζας

noun (device for converting electrical plug)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although my hair dryer will run on either 110 or 220 volts, I'll need an outlet adapter to use it in Europe.

διευθυντής εμπορικού καταστήματος, διευθυντής καταστήματος

noun ([sb] who oversees a retail operation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The outlet manager must ensure that the store maximizes its profitability.

διακόπτης

noun (electrical power: on-off control)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρίζα

noun (electrical socket)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The room was built with power outlets on every wall.

κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό

noun (shop, store)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The paint company had retail outlets in every state.

έξοδος νερού

noun (opening designed to let water out)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του outlet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του outlet

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.