Τι σημαίνει το sell στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sell στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sell στο Αγγλικά.

Η λέξη sell στο Αγγλικά σημαίνει πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, πουλάω κτ σε κπ, πουλώ κτ σε κπ, πείθω κπ για κτ, πουλάω, πουλιέμαι, πελάτης, πελάτισσα, εκποιώ, ξεπουλάω, ξεπουλιέμαι, ξεπουλάω, εμπορεύομαι, αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης, επιθετική πώληση, δύσκολο προϊόν, δύσκολος, ζόρικος, πουλάω με έκπτωση, πουλάω σε πλειστηριασμό, κοστίζω, κάνω, πουλάω χοντρική, ημερομηνία μέχρι την οποία επιτρέπεται η πώληση, ρευστοποίηση, ποσοστό άμεσων, επιτυχών πωλήσεων σε πελάτες, εκκαθάριση/διάλυση επιχείρησης, sold out εκδήλωση, sold out, ξεπούλημα, πουλημένος, πώληση/προώθηση προϊόντος διακριτικά/χωρίς επιμονή, κάνω up sell. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sell

πουλάω, πουλώ

transitive verb (vend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He sells newspapers for 50 cents each.
Πουλάει εφημερίδες 50 σεντς τη μια.

πουλάω, πουλώ

transitive verb (deal in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He sells precious metals.
Πουλάει πολύτιμα μέταλλα.

πουλάω κτ σε κπ, πουλώ κτ σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (mainly US (persuade to buy)

As hard as he tried, he couldn't sell her the car.
Όσο σκληρά κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να της πουλήσει το αυτοκίνητο.

πείθω κπ για κτ

phrasal verb, transitive, separable (mainly US (convince)

As hard as he tried, he couldn't sell her on the idea.
Όσο σκληρά και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να την πείσει για την ιδέα του.

πουλάω, πουλιέμαι

intransitive verb (get bought)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do those shirts really sell?
Πωλούνται στ' αλήθεια αυτά τα πουκάμισα;

πελάτης, πελάτισσα

noun (slang (reluctant buyer)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He's a hard sell and will only buy at a low price.
Είναι δύσκολος πελάτης και αγοράζει μόνο σε χαμηλές τιμές.

εκποιώ

phrasal verb, transitive, separable (dispose of by selling)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company will sell off some of its assets to raise cash. If he needs money he should sell off his collection of paintings.
Αν χρειάζεται χρήματα, θα πρέπει να ξεπουλήσει τη συλλογή πινάκων ζωγραφικής που έχει.

ξεπουλάω

phrasal verb, intransitive (all be sold)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's always annoying to get to the ticket booth and be told they've sold out.
Είναι πάντα ενοχλητικό να φτάνεις στο γκισέ και να σου λένε ότι έχουν ξεπουλήσει.

ξεπουλιέμαι

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (betray values) (μειωτικό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The artist sold out and started doing commercial work.
Ο καλλιτέχνης ξεπουλήθηκε και άρχισε να κάνει εμπορικές δουλειές.

ξεπουλάω

phrasal verb, transitive, separable (stock: discount)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Year-end clearances are when they sell out the current car models.
Στις εκποιήσεις στο τέλος της χρονιάς ξεπουλάνε τα τελευταία μοντέλα αυτοκινήτων.

εμπορεύομαι

verbal expression (trade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης

noun (business: sole agent)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιθετική πώληση

noun (informal (aggressive sales) (μεταφορικά: επίμονη)

The hard sell is a tactic designed to quickly close a sale.

δύσκολο προϊόν

noun (informal, figurative ([sth]: hard to make desirable)

It will be a hard sell to convince the rebels to back a plan to end the civil war.

δύσκολος, ζόρικος

noun (informal, figurative (person: hard to persuade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mike was a hard sell I, but I eventually won him over.

πουλάω με έκπτωση

verbal expression (offer for sale at lower price)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When stores have trouble selling goods at the original price they often sell them at a discount.

πουλάω σε πλειστηριασμό

verbal expression (offer to highest bidder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He decided to sell his house at auction to get a higher price for it.

κοστίζω, κάνω

(have a given price)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πουλάω χοντρική

(offer at bulk price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ημερομηνία μέχρι την οποία επιτρέπεται η πώληση

noun (on food packaging)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρευστοποίηση

noun (business: liquidation) (μεταφορικά: επιχειρήσεις)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποσοστό άμεσων, επιτυχών πωλήσεων σε πελάτες

noun (quantity of direct sales made) (οικονομία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκκαθάριση/διάλυση επιχείρησης

noun (rapid sale) (εμπόριο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

sold out εκδήλωση

noun (event: no more tickets)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boy band had another sellout.

sold out

adjective (for which all tickets are sold)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The concert is anticipated to be a sellout show, so buy your tickets early.

ξεπούλημα

noun (informal (act: against principles) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The band seemed to have integrity, but their appearance in a TV advert was a sellout.

πουλημένος

noun (informal (person: acts against principles) (ανεπίσημο, προσβλητικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The singer's fans called her a sellout when she accepted a deal with a major record label.

πώληση/προώθηση προϊόντος διακριτικά/χωρίς επιμονή

noun (gentle persuasion to buy [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The salesman tried the soft sell approach on me, but it didn't work: I just wasn't interested.

κάνω up sell

transitive verb (sell [sth] extra) (μάρκετινγκ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sell στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sell

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.