Τι σημαίνει το romper στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης romper στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του romper στο ισπανικά.

Η λέξη romper στο ισπανικά σημαίνει σπάω, σπάω, κόβω, διαλύω, σπάω, σπάω, σπάω, σπάω, σπάζω, σπάω, σπάζω, χωρίζω, σπάω, σπάω, σπάζω, σπάω, διαλύω, σπάω, σπάζω, ανοίγω, υφίσταμαι ρήξη, σπάω, τσακώνομαι, χωρίζω, σκίζω, ραγίζω, χαλάω, καταστρέφω, αθετώ, σπάω, σπάζω, σπάω, σβαρνίζω, αποσπώμαι, σκίζω, σχίζω, χωρίζω, σπάω, σπάζω, διαπερνώ, το διαλύω, παραβιάζω, παραβαίνω, τρυπάω, τρυπώ, σκίζω, σχίζω, σκίζω, σπάω, σπάζω, ξεσπάω, ξεσπώ, καταρρέω, χωρίζω με, αποφεύγω, απέχω, συντρίβομαι, που σκίζεται, που μπορεί να σκιστεί, κομματιάζω, σπάω, σπάζω, χωρίζω, το χάραμα, μην ταράζεις τα νερά, καθοριστικός παράγοντας, που σπάει τον πάγο, ξεσπάω σε κλάμματα, σπάζω τον πάγο, τελειώνω μία σχέση, κόβω την συνήθεια, σπάω το ρεκόρ, αποσφραγίζω, σπάω το φράγμα του ήχου, λύνω τα μάγια, απομακρύνομαι από τις παραδόσεις, ξεσπάω σε γέλια, ξεσπάω σε κλάματα, σκίζω, ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι, φεύγω από την πεπατημένη, σπάω τους κανόνες, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, βάζω τα γέλια, βάζω τα κλάματα, ιδρώνω, καταρρίπτω ένα ρεκόρ, ξεσπάω σε κλάματα, ενοχλώ κάποιον, εκκολάπτομαι, ανοίγω, κόβω τα κατάρτια, πάω κόντρα στις παραδόσεις, πρωτοπορώ, παύω να έχω σχέση με κπ, σκίζω, τσατίζω, νευριάζω, σπάω στα δύο, τρελαίνω, λύνω τα μάγια, αποκτώ εμπειρία, ανοίγω, σπάω το ρεκόρ, υποστηρίζω, εκτονώνω την κατάσταση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, διακόπτω, λύω, διαλύω, διασπώ, παραβιάζω, σκίζω, σχίζω, ρίχνω, πετάω, πετώ, απομακρύνομαι από κπ/κτ, λύνω τους ζυγούς, έχω τελειώσει με κπ, αψηφώ την παράδοση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης romper

σπάω

(κομματιάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si juegas a la pelota dentro de casa vas a romper algo.
Αν παίξεις μπάλα μέσα στο σπίτι, θα σπάσεις κάτι.

σπάω, κόβω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo local rompió la racha ganadora de los campeones.
Οι γηπεδούχοι έσπασαν το νικηφόρο σερί των πρωταθλητών.

διαλύω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las constantes interferencias de la suegra lograron romper su matrimonio.
Κατηγορούσε τη μητέρα του ότι διέλυσε το γάμο τους με τις συνεχείς παρεμβάσεις της.

σπάω

verbo transitivo (billar) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando juego al billar siempre me gusta romper.

σπάω

(μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El actor quiere romper su contrato.

σπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las burbujas rompieron la superficie del agua.

σπάω, σπάζω

verbo transitivo (tenis) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El contrincante rompió el servicio de su oponente.

σπάω, σπάζω

verbo transitivo (calma, silencio) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sonido de un claxon rompió el silencio.

χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pareja se separó después de tres años juntos.
Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης.

σπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestro equipo batió la marca de cantidad de partidos ganados.

σπάω, σπάζω

(con un chasquido)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La rama se rompió por el peso de la fruta.
Το κλαδί έσπασε από το βάρος των φρούτων.

σπάω, διαλύω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ένας βάνδαλος έσπασε το παρμπρίζ μου. Ο νταής είπε ότι θα της σπάσει τα μούτρα αν το πει σε κανέναν.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver rompió la botella tirándola contra la pared.
Ο Όλιβερ έσπασε το μπουκάλι πάνω στον τοίχο.

ανοίγω

(para abrir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los ladrones rompieron el candado con una barreta.

υφίσταμαι ρήξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El estrés del nuevo trabajo le rompió un vaso sanguíneo en el ojo a Carol.
Εξαιτίας του άγχους που βίωνε η Κάρολαϊν στη νέα δουλειά της, έσπασε ένα αιμοφόρο αγγείο μέσα στο μάτι της.

σπάω

verbo transitivo (και αποκόπτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσακώνομαι, χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Al parecer, todos los días tengo que romper una pelea entre esos chicos.

σκίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry se rió tan fuerte que rompió sus pantalones.
Ο Λάρι γέλασε τόσο δυνατά που έσκισε το παντελόνι του.

ραγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jenny se rompió la cabeza contra la mesa cuando se cayó.
Η Τζένη έσπασε το κεφάλι της στο τραπέζι καθώς έπεφτε.

χαλάω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Randy ya rompió su nuevo teléfono.
Ο Ράντι χάλασε (or: κατέστρεψε) ήδη το νέο του τηλέφωνο.

αθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rompió su promesa de ayudarme con la mudanza.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob se rompió un diente en el accidente de coche.

σπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El rompió el mango de la escoba.

σβαρνίζω

verbo transitivo (con una grada rotativa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dos de los miembros se separaron del grupo para formar una banda propia.
Δύο από τα μέλη του συγκροτήματος έφυγαν για να δημιουργήσουν δικό τους συγκρότημα.

σκίζω, σχίζω

(papel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald releyó su poema, decidió que era horrible, y rasgó el papel en dos.
Ο Τζέραλντ ξαναδιάβασε το ποίημά του, αποφάσισε ότι ήταν απαίσιο και έσκισε στα δύο το χαρτί.

χωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary tenía una ramita en la mano y la partió.
Η Μαίρη κρατούσε ένα κλαδάκι στα χέρια της και το έσπασε.

διαπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escuadrón penetró las defensas enemigas. El sol penetraba las nubes.
Η μοίρα διαπέρασε την άμυνα του εχθρού. Ο ήλιος διαπέρασε τα σύννεφα.

το διαλύω

(relación) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραβιάζω, παραβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía demandó a George por violar el contrato.

τρυπάω, τρυπώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El río traspasó los bancos durante la lluvia.
Το ποτάμι υπερχείλισε κατά τη διάρκεια της μεγάλης βροχόπτωσης.

σκίζω, σχίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El barco atravesaba el agua.

σκίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él rasgó sus pantalones subiendo al árbol.

σπάω, σπάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él quebró la tabla al pararse sobre ella.
Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο.

ξεσπάω, ξεσπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul estalló en lágrimas cuando vio a su familia de nuevo tras la guerra.
Ο Πωλ ξέσπασε σε κλάματα όταν είδε ξανά την οικογένειά του μετά τον πόλεμο.

καταρρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estela se largó a llorar cuando la policía le contó sobre el accidente de su marido.
Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της.

χωρίζω με

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que debes romper con tu novio.

αποφεύγω, απέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pareja está evitando la tradición al casarse en la playa.
Το ζευγάρι θα παντρευτεί στην παραλία απέχοντας απ' την παράδοση.

συντρίβομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που σκίζεται, που μπορεί να σκιστεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κομματιάζω, σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los dos se separaron luego de asistir a diferentes universidades.

το χάραμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tengo que levantarme de madrugada (or: en la madrugada) para llegar a tiempo al trabajo.

μην ταράζεις τα νερά

locución interjectiva (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya está todo arreglado, así que no vengas a romper.
Τα πράγματα έχουν κανονιστεί επομένως μην ταράζεις τα νερά.

καθοριστικός παράγοντας

που σπάει τον πάγο

(μεταφορικά: κουβέντα, ατάκα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El primer día de trabajo tuvimos una charla para romper el hielo y conocernos los unos a los otros.
Την πρώτη μέρα στη δουλειά, αναφερθήκαμε σε κάποια θέματα που σπάνε τον πάγο για να γνωριστούμε.

ξεσπάω σε κλάμματα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helena estalló en llanto cuando oyó las tristes noticias.

σπάζω τον πάγο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para romper el hielo les propuso a los presentes un juego.

τελειώνω μία σχέση

Sarah y John iban a casarse el mes que viene, pero ella se enteró de que él estaba teniendo una aventura y decidió romper la relación.

κόβω την συνήθεια

locución verbal (México)

σπάω το ρεκόρ

αποσφραγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deslacró (rompió el lacre) del testamento y procedió a su lectura.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν αποσφραγίσεις το προϊόν, δεν θα μπορείς, πια, να το επιστρέψεις στο κατάστημα.

σπάω το φράγμα του ήχου

locución verbal

λύνω τα μάγια

(figurado)

απομακρύνομαι από τις παραδόσεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi hermano rompió con la tradición y no cocinó un pavo para el Día de Acción de Gracias.

ξεσπάω σε γέλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se echaron a reir al ver su disfraz de payaso.

ξεσπάω σε κλάματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se puso a llorar ante la noticia de la muerte de su amigo.

σκίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba tan enojado cuando leyó la carta que la rompió en pedazos.

ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι

locución verbal (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ya va siendo hora de que rompas el cordón umbilical con tus padres y tomes las riendas de tu vida.

φεύγω από την πεπατημένη

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπάω τους κανόνες

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποστηρίζω, υπερασπίζομαι

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω τα γέλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τα κλάματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιδρώνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταρρίπτω ένα ρεκόρ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hoy rompimos un récord, es el primer mes de marzo en que no nieva.

ξεσπάω σε κλάματα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενοχλώ κάποιον

(figurado, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκκολάπτομαι

(ave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter observaba mientras los pollitos salían del cascarón.
Ο Πήτερ παρακολουθούσε τα κοτόπουλα να βγαίνουν από τα αυγά τους.

ανοίγω

(κάτι που έχει σφραγίδα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω τα κατάρτια

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω κόντρα στις παραδόσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρωτοπορώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella está rompiendo esquemas con su nueva estrategia.
Πρωτοπορεί με την καινοτόμο προσέγγισή της.

παύω να έχω σχέση με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a romper en pedazos la carta que me escribiste.
Θα σκίσω το γράμμα που μου έγραψες.

τσατίζω, νευριάζω

(AR, vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ese tipo realmente me hincha las pelotas!
Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει!

σπάω στα δύο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρελαίνω

(AR, vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω τα μάγια

locución verbal

αποκτώ εμπειρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Era un proyecto simple y bueno para que el hijo del gerente se fuera metiendo en tema.

ανοίγω

locución verbal (κάτι σφραγισμένο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω το ρεκόρ

locución verbal (για κτ ή με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποστηρίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτονώνω την κατάσταση

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trató de romper el hielo haciendo chistes.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

En los años 60, como muchos jóvenes en esa época, él salió del sistema y se fue a vivir a una comunidad hippie.

απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

(persona, grupo)

Muchos miembros se separaron del partido para formar su propio grupo extremista.

διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter ha cortado todos los lazos con su familia.

λύω, διαλύω, διασπώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραβιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκίζω, σχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lydia rompió en pedazos la carta de su exnovio.
Η Λύντια έσκισε το γράμμα του πρώην της.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet estalló el plato contra la pared.
Η Τζάνετ έριξε το πιάτο στον τοίχο.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

λύνω τους ζυγούς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Concluida la inspección, los soldados rompieron filas.
Μετά από την επιθεώρηση οι στρατιώτες διατάχθηκαν να λύσουν τους ζυγούς.

έχω τελειώσει με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tras descubrir la infidelidad de su marido, Monica decidió terminar con él.

αψηφώ την παράδοση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του romper στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του romper

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.