Τι σημαίνει το agua στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης agua στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agua στο ισπανικά.

Η λέξη agua στο ισπανικά σημαίνει νερό, νερό, νερό, νερό, νερό με κτ, νερά, νερό, νερό, βάλτος, νερό, νοθεύω, νερώνω, δακρύζω, ποτήρι νερό, αδιάβροχος, στεγανός, υδατοστεγής, αδιάβροχος, άνυδρος, καταρράκτης, καταρράχτης, σόδα, καταρράκτης, πίπα, φοίβη, στεγανοποίηση, ελωδία, έξοδος νερού, καλλιτρίχη, δάφνια, δαφνία, περπατάω, προχωράω, αναδύομαι, ξεπλένω, σύννεφο, νέφος, βρύση, ταξίδι, παφλασμός, προσθαλασσώνω, βαλβίδα νερού, του γλυκού νερού, αλμυρός, αρμυρός, απερίσκεπτος, αστόχαστος, απρόσεκτος, ασύνετος, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, ευδιόρατος, καθάριος, πεντακάθαρος, έξω από τα νερά μου, με χειροκίνητο χύσιμο νερού, ανθεκτικός στο νερό, που ψύχεται με τη βοήθεια του νερού, που έχει νερό, δια θαλάσσης, με καράβι, απροειδοποίητα, στο στοιχείο μου, χαλαρός, μπαίνω σε μπελά, μπαίνω σε μπελάδες, άνθρωπος στη θάλασσα, κράκερ, ρακλέτα, τόνικ, νερό βροχής, βροχόνερο, ίχνος, σημάδι, θάψιμο, κράξιμο, ίσαλος γραμμή, σύστημα ύδρευσης, υπόγεια ύδατα, υπόγεια νερά, απόνερα, σεντινόνερα, τοξότης, νεροπουλάδα, ροδόνερο, θαλασσινό νερό, στρώμα με νερό, νερόμυλος, νερό της μπανιέρας, μοκασίνος, απόνερα, λέμνα, στεριανός, αγιασματάριο, επισφαλής απαίτηση, επισφαλής οφειλή, βραστό νερό, αποσταγμένο νερό, πόσιμο νερό, γλυκό νερό, γραμμή ανώτατης στάθμης, ζεστό νερό, ανθρακούχο νερό, νεροπίστολο, ανθρακούχο νερό, σόδα, γάλα καρύδας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης agua

νερό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡No pises el agua!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι κατακτητές επιζητούσαν γη και ύδωρ.

νερό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mozo, tráiganos por favor un poco de agua.
Μπορείς να μας φέρεις λίγο νερό;

νερό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Después de la tormenta había charcos de agua por todos lados.

νερό

(general)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me voy a nadar al agua. ¿Vienes?

νερό με κτ

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos dicen que se debería tomar agua con azúcar cuando se está enfermo.

νερά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La marea está subiendo. Vamos a mover las toallas de lugar.

νερό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mira que calma que está la superficie del lago por la mañana.

νερό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάλτος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νερό

(antiguo) (λίμνη, θάλασσα, ποτάμι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se inclinó sobre la reja y cayó al piélago.

νοθεύω

(en general)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No me gusta este zumo; ¡está demasiado diluido!
Δεν μου αρέσει αυτή η πορτοκαλάδα, την έχουν νερώσει πολύ.

δακρύζω

(ojos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus ojos empezaron a lagrimear.

ποτήρι νερό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mozo, tráiganos por favor tres vasos de agua.
Γκαρσόν, μπορείς να μας φέρεις τρία νερά;

αδιάβροχος, στεγανός, υδατοστεγής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi campera impermeable me vino muy bien durante la lluvia de ayer.

αδιάβροχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άνυδρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καταρράκτης, καταρράχτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La catarata cayó por las piedras hasta la cuenca debajo.
Ο καταρράκτης (or: καταρράχτης) έτρεχε στους βράχους και χυνόταν σε μια βαθιά λίμνη.

σόδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daisy le echó soda a su whisky.
Η Νταίζη έβαλε λίγη σόδα στο ουίσκι της.

καταρράκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El camino de montaña hasta la cascada es muy difícil.

πίπα

(voz inglesa) (κυρ: για ναρκωτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φοίβη

(εντομοφάγο πτηνό της Βόρειας Αμερικής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στεγανοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελωδία

(υδρόβιο φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξοδος νερού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλλιτρίχη

(υδρόβιο φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δάφνια, δαφνία

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

περπατάω, προχωράω

(μέσα στο νερό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su madre le advirtió que no vadeara muy adentro para evitar que la marea la pudiera arrastrar.
Η μητέρα της της είπε να μην περπατήσει (or: προχωρήσει) πολύ μακριά για να μην την παρασύρει η παλίρροια.

αναδύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπλένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tuvieron que enjuagar el drenaje para hacer que drenara apropiadamente.

σύννεφο, νέφος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La manguera rociaba una fina rociada sobre las plantas.
Το μπεκ ψέκασε ένα μικρό σύννεφο πάνω από τα φυτά.

βρύση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de la clase de gimnasia, los niños se pusieron en fila para tomar agua de la fuente.

ταξίδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi abuelo vino a Nueva York en barco y la travesía le llevó tres semanas.
Ο παππούς μου ήρθε στη Νέα Υόρκη με πλοίο και το ταξίδι διήρκεσε τρεις εβδομάδες.

παφλασμός

(νερό, κύματα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Audrey se paró en la orilla, escuchando el chapoteo de las olas en las rocas.

προσθαλασσώνω

(θάλασσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El piloto amerizó el avión y salió en su balsa.
Ο πιλότος προσθαλάσσωσε το αεροπλάνο και μπήκε στη λέμβο του.

βαλβίδα νερού

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

του γλυκού νερού

locución adjetiva (pez)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En el lago viven muchas especies de peces de agua dulce.

αλμυρός, αρμυρός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απερίσκεπτος, αστόχαστος, απρόσεκτος, ασύνετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ

expresión (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las reglas del concurso estaban claras como el agua, pero algunos no las cumplieron.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι.

ευδιόρατος, καθάριος

locución adjetiva (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A pesar de la negativa del portavoz de la policía, el vídeo del mirón mostraba, claro como el agua, la agresión no provocada del policía.

πεντακάθαρος

locución adjetiva (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έξω από τα νερά μου

locución adjetiva (coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El chico de pueblo se sintió como pez fuera del agua cuando fue a visitar la ciudad de New York. No me gustó la fiesta, estaba llena de fanáticos del fútbol y me sentí como pez fuera del agua.
Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου.

με χειροκίνητο χύσιμο νερού

locución adjetiva (retrete)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los retretes biológicos podrían en ciertos casos reemplazar a los de descarga manual de agua.

ανθεκτικός στο νερό

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που ψύχεται με τη βοήθεια του νερού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει νερό

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δια θαλάσσης, με καράβι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lleva mucho tiempo viajar hasta Australia por agua.
Παίρνει πολύ χρόνο να ταξιδέψεις στην Αυστραλία δια θαλάσσης.

απροειδοποίητα

locución adverbial (fam)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estaba enojadísima, ya se iba, de pronto se volvió y sin decir agua va me dio vuelta la cara de una cachetada.

στο στοιχείο μου

expresión (coloquial)

χαλαρός

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry nunca se estresa con la vida, para él es "lo que viene fácil, fácil se va".

μπαίνω σε μπελά, μπαίνω σε μπελάδες

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está con el agua hasta el cuello por llegar tarde al trabajo.

άνθρωπος στη θάλασσα

locución nominal masculina (έκκληση βοήθειας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El marinero gritó "¡Hombre al agua!" y le arrojó un salvavidas.

κράκερ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Me gusta tomar la sopa con galletas saladas.
Μου αρέσει να τρώω κράκερ με τη σούπα μου.

ρακλέτα

(για καθαρισμό τζαμιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El lavador de ventanas pasó la escobilla de goma por el vidrio.

τόνικ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A Gemma le gusta tomar vodka con agua tónica y limón.

νερό βροχής, βροχόνερο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los granjeros necesitan agua de lluvia para que crezca la cosecha.

ίχνος, σημάδι

(πλημμύρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La inundación había dejado una marca del nivel del agua en la pared.
Εξαιτίας της πλημμύρας, σχηματίστηκε λεκές στον τοίχο από το νερό.

θάψιμο, κράξιμο

(figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La función del teatro aficionado obtuvo un jarro de agua fría de la prensa local.

ίσαλος γραμμή

locución nominal femenina

σύστημα ύδρευσης

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπόγεια ύδατα, υπόγεια νερά

απόνερα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σεντινόνερα

(για πλοίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

τοξότης

locución nominal masculina (ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νεροπουλάδα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ροδόνερο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θαλασσινό νερό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στρώμα με νερό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νερόμυλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νερό της μπανιέρας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοκασίνος

(φίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απόνερα

(πλύσιμο πιάτων)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

λέμνα

locución nominal femenina (lemma minor) (βιολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στεριανός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγιασματάριο

(δοχείο αγιάσματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επισφαλής απαίτηση, επισφαλής οφειλή

expresión (coloquial)

Si no puedes cobrarle a un cliente, asúmelo como deuda escrita en el agua.

βραστό νερό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Había una olla de agua hirviendo en la cocina.

αποσταγμένο νερό

(χημικώς εξαγνισμένο νερό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En los laboratorios se usa agua destilada para limpiar el material.

πόσιμο νερό

(νερό ασφαλές για πόση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los pioneros solo acampaban en zonas en las que podían encontrar agua potable.

γλυκό νερό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El dorado es un pez de agua dulce.
Κολυμπάω μόνο σε γλυκό νερό. Η πέρκα είναι αποκλειστικά ψάρι του γλυκού νερού.

γραμμή ανώτατης στάθμης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La altura máxima del agua es fácil de identificar en la playa por la línea de restos, como algas marinas.

ζεστό νερό

El agua caliente es mejor que el agua fría para tomar un baño.

ανθρακούχο νερό

Puedes comprar agua con gas importada en botellas de litro.

νεροπίστολο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los niños adoran jugar con pistolas de agua en el verano para mantenerse frescos. Les disparo a los conejos del huerto con mi pistola de agua para alejarlos de las verduras.

ανθρακούχο νερό

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σόδα

(técnicamente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γάλα καρύδας

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agua στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του agua

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.