Τι σημαίνει το partir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης partir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του partir στο ισπανικά.

Η λέξη partir στο ισπανικά σημαίνει φεύγω, μετακομίζω, αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινώ, φεύγω, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, σκίζω, σχίζω, σχίζω, κόβω, σπάζω, σπάω, ανοίγω, αποχωρώ, σπάω, σπάζω, κόβω, κόβω, σπάω κτ από κτ, φεύγω, του δίνω, που αναχωρεί, που φεύγει, πηγαίνω, ξεκινώ, φεύγω, ρηγματώνω, ξεκινώ, φεύγω, σπάω, πηγαίνω αεροπορικώς, αποσπώμαι, εφεξής, ακολούθως, από εδώ και πέρα, από τότε και στο εξής, έκτοτε, από δω και πέρα, από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εκείνη την στιγμή και μετά, από εκείνη την στιγμή και μετά, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, στο μέλλον, μελλοντικά, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, νέα αρχή, από, από, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, χωρίζω στα δύο, ξεκινάω από εδώ, έχω, φεύγω με το ποδήλατο, κόβω στα δύο, κόβω στα δύο, αναχωρώ, φεύγω για, καταλαβαίνω κάτι από κάτι, φεύγω για, σπάω στα δύο, χτυπώ, δέρνω, εξαρχής, από την αρχή, προκύπτω από κτ, ξεκινάω, ξεκινώ, κόβω στα δύο, χωρίζω κτ σε κτ, λαξεύω, σμιλεύω, από εδώ, από δω, στηριζόμενος, βασισμένος, καταλαβαίνω κτ από κτ, αντιλαμβάνομαι κτ από κτ, αναχωρώ από κτ, λαξεύω, σμιλεύω, αναχωρώ για κτ, προέρχομαι από κτ, πηγάζω από κτ, προκύπτω από κτ, από δω και στο εξής, από τώρα και στο εξής, από δω και πέρα, από τώρα και μετά, στο εξής, από τότε και στο εξής, στο εξής, ξεκινώ, αρχίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης partir

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Está Juan? No, ya partió.
Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει.

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estaba harto de esta ciudad, por lo que decidió partir.

αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este tren siempre parte puntual.
Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του.

φεύγω, απομακρύνομαι

verbo intransitivo (vehículo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La ambulancia arrancó y partió veloz.

ξεκινώ, φεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tendremos que partir muy temprano para evitar el tráfico de la hora pico.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

φεύγω

verbo intransitivo (marcharse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry estaba impaciente por marcharse por su cuenta.
Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του.

ξεκινώ, αρχίζω

verbo intransitivo (ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Partieron a Londres muy temprano al día siguiente.
Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί.

σκίζω, σχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El geólogo partió con cuidado la muestra de roca en dos.

σχίζω, κόβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Partió el coco con un martillo.

σπάζω, σπάω, ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Partió la nuez de Brasil y tiró la cáscara.

αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las maletas de Tim ya están listas y está preparado para partir.
Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary tenía una ramita en la mano y la partió.
Η Μαίρη κρατούσε ένα κλαδάκι στα χέρια της και το έσπασε.

κόβω

verbo transitivo (αφαιρώ κομμάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olga partió una parte de la barra de chocolate.
Ο Όλγα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη σοκολάτα.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a partir la pizza en cuatro raciones.
Θα κόψω την πίτσα σε τέσσερα κομμάτια.

σπάω κτ από κτ

verbo transitivo

Jason partió una rama del árbol y la usó como leña.

φεύγω

verbo intransitivo (ponerse en camino)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella partió sin decir una sola palabra.

του δίνω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άκουσα τα βήματα του διευθυντή. Ας του δίνουμε.

που αναχωρεί, που φεύγει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los pasajeros del barco que salía decían adiós con la mano a sus amigos y familiares.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Es mejor que te vayas. Se está haciendo tarde.
Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά.

ξεκινώ, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El barco zarpará a las tres en punto, deberías llegar con puntualidad.
Το πλοίο θα ξεκινήσει στις τρεις, γι' αυτό καλύτερα να είσαι στην ώρα σου.

ρηγματώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El clima árido fisuró el barro.

ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quiero salir ya de viaje, no puedo esperar.
Ανυπομονώ να ξεκινήσω το ταξίδι με αυτοκίνητο.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cuándo sale el autobús?

σπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El rompió el mango de la escoba.

πηγαίνω αεροπορικώς

verbo intransitivo (en avión)

Salimos justo antes de la navidad.
Η πτήση μου θα πετάξει για την Ατλάντα αύριο στις τέσσερις το πρωί.

αποσπώμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dos de los miembros se separaron del grupo para formar una banda propia.
Δύο από τα μέλη του συγκροτήματος έφυγαν για να δημιουργήσουν δικό τους συγκρότημα.

εφεξής

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partir de ahora debes dirigirte a él como Lord Roberto.
Εφεξής πρέπει να τον αποκαλείς Λόρδο Ρόμπερτ.

ακολούθως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partir de aquí, el grupo nombrado se hará cargo de pagar la siguiente cantidad.

από εδώ και πέρα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από τότε και στο εξής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έκτοτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από δω και πέρα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A partir de ahora ya no eres bienvenida en mi casa.
Στο εξής δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτος στο σπίτι μου.

από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A partir de ahora, Gina está decidida a no repetir sus errores del pasado.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partir de ahora, espero que me llames cuando vayas a llegar tarde.
Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις.

από εκείνη την στιγμή και μετά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella lo besó y a partir de ese instante él supo que algún día ella sería su esposa.

από εκείνη την στιγμή και μετά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Billy estaba tan agradecido por la ayuda de Jeni que a partir de ese momento se convirtieron en mejores amigos.
Ο Μπιλ ήταν τόσο ευγνώμων για τη βοήθεια της Τζένι, που από εκείνη την στιγμή και μετά έγιναν καλύτεροι φίλοι.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partir de aquí, el ascenso va a ser más fácil.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partir de este momento no voy a fumar más en la casa.

στο μέλλον, μελλοντικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De ahora en adelante, tenemos que cambiar nuestra forma de hacer negocios.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partir de ahora voy a pensar antes de actuar.

νέα αρχή

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al niño lo cambiaron de escuela para que pudiera partir de cero.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La oficina estará cerrada a partir del lunes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το γραφείο θα είναι κλειστό από τη Δευτέρα.

από

locución preposicional

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tendrás que llegar 10 minutos antes a partir de mañana.
Από αύριο, πρέπει να φτάνεις 10 λεπτά νωρίτερα.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

(eufemismo) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quiero partir de este mundo en el momento y de la manera que yo elija.
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

χωρίζω στα δύο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έχω μόνο ένα αλλά θα το χωρίσω στα δύο και θα το μοιραστούμε.

ξεκινάω από εδώ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω

(άποψη, πεποίθηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía está convencida de que puede llegar a los resultados que quiere con atajos.

φεύγω με το ποδήλατο

locución verbal (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Y partió en bici a la escuela pedaleando a toda velocidad.

κόβω στα δύο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si partimos al medio la torta podemos comer mitad cada uno.

κόβω στα δύο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναχωρώ, φεύγω για

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pronto los estudiantes de bachillerato irán a la universidad.

καταλαβαίνω κάτι από κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los analistas infieren las verdaderas intenciones de los políticos a partir de sus discursos.

φεύγω για

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπάω στα δύο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπώ, δέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dame tu dinero o te parto la cara.

εξαρχής, από την αρχή

locución adverbial (ciencias)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προκύπτω από κτ

Surgieron varias complicaciones a raíz de la cirugía.
Από την εγχείρηση προέκυψαν αρκετές επιπλοκές.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ένα ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa mañana salimos para California.
Εκείνο το πρωί αναχωρήσαμε για το ταξίδι μας στην Καλιφόρνια.

κόβω στα δύο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nos dividimos por la mitad todas las ganancias.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κόψε στα δυο τη ζύμη και άστην να φουσκώσει σε ένα ζεστό μέρος.

χωρίζω κτ σε κτ

Puedes dividir Gran Bretaña en Inglaterra, Escocia y Gales.

λαξεύω, σμιλεύω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esculpió una silla a partir de un tronco.

από εδώ, από δω

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El pueblo está a diez millas a partir de aquí.
Η πόλη απέχει δέκα μίλια από εδώ.

στηριζόμενος, βασισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sus ideas políticas surgen a partir de sus convicciones conservadoras.

καταλαβαίνω κτ από κτ, αντιλαμβάνομαι κτ από κτ

locución verbal

El detective dedujo la respuesta a partir de la evidencia física y los informes de los testigos.

αναχωρώ από κτ

(μέσο μεταφοράς)

El tren parte de Nueva York a las 3:15 pm.
Το τρένο αυτό αναχωρεί από τη Νέα Υόρκη στις 3:15 μ.μ.

λαξεύω, σμιλεύω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él esculpió un pie a partir de mármol.
Λάξευσε (or: Σμίλευσε) ένα πόδι από μάρμαρο.

αναχωρώ για κτ

El tren expreso sale hacia Manchester a las 8 A.M.
Η ταχεία αναχωρεί για Μάντσεστερ στις 8:00 π.μ.

προέρχομαι από κτ, πηγάζω από κτ, προκύπτω από κτ

Nuestro negocio evolucionó de una idea que tuvimos cuando estábamos en la universidad.
Η επιχείρησή μας προέκυψε από μια ιδέα που είχαμε ως φοιτητές.

από δω και στο εξής, από τώρα και στο εξής, από δω και πέρα, από τώρα και μετά, στο εξής

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
De aquí en adelante lo calcularemos cada día.

από τότε και στο εξής, στο εξής

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El director dejó claro que no toleraría que nadie llegara tarde al trabajo y nadie lo hizo a partir de ahí.
Η διευθύντρια ξεκαθάρισε ότι δεν θα ανεχόταν να καθυστερεί κανείς να έρθει στη δουλειά και έκτοτε κανείς δεν ερχόταν με καθυστέρηση.

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dieron orden de partida a la expedición a la jungla inexplorada.
Ξεκίνησαν την αποστολή μέσα στην ανεξερεύνητη ζούγκλα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του partir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του partir

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.