Τι σημαίνει το s'engager στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης s'engager στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'engager στο Γαλλικά.
Η λέξη s'engager στο Γαλλικά σημαίνει επιστρατεύω, προσλαμβάνω, υποβάλλω, προσλαμβάνω, υπογράφω με κπ, προσλαμβάνω, διορίζω, δεσμεύω, καθορίζω, κυβερνώ, διέπω, προσλαμβάνω, δημιουργώ, στελεχώνω εκ νέου, ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, προσλαμβάνω, καθιερώνω, ορίζω, εγκαθιδρύω, δεσμεύομαι, δεσμεύομαι, επιλέγω να συμμετέχω, κατατάσσομαι εθελοντικά στο στρατό, κατατάσσομαι εθελοντικά, ένοπλες δυνάμεις, μπαίνω, κατατάσσομαι, διαπραγματεύομαι, αναλαμβάνω να κάνω κτ, απειλητικός, επικίνδυνος, δυσκολία στη δέσμευση, συμμετέχω σε, συνεισφέρω σε, εμπλέκομαι σε, ασχολούμαι με κτ, πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα, κατατάσσομαι, επαναδεσμεύομαι, ανοίγω συζήτηση, πιάνω συζήτηση, συζητώ με κπ, προσλαμβάνομαι από κπ, δεσμεύομαι να κάνω κτ, υπόσχομαι να κάνω κτ, συμπεριλαμβάνω κπ σε κτ, προσλαμβάνω, αναλαμβάνω να κάνω κτ, υποβάλλω αγωγή για κτ, γίνομαι μέλος, δεσμεύομαι, συμφωνώ, αφοσιωμένος, μηνύω, συμπλέκομαι με κπ/κτ, δεσμεύομαι, συμφωνώ, υποχρεωμένος, συμμετέχω σε κτ, συγκρούομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης s'engager
επιστρατεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourquoi tu n'engages pas un avocat pour régler ça ? |
προσλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le studio de cinéma a engagé un designer célèbre pour la confection d'accessoires. Το κινηματογραφικό στούντιο προσέλαβε έναν γνωστό σχεδιαστή για να φτιάξει τα σκηνικά αντικείμενα. |
υποβάλλωverbe transitif (μήνυση, αγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a engagé des poursuites contre son employeur. |
προσλαμβάνωverbe transitif (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les parents vont engager un clown pour la fête. |
υπογράφω με κπverbe transitif (une personne) Ils ont engagé la vedette du basket en lui faisant signer un nouveau contrat. Δέσμευσαν τον διάσημο μπασκετμπολίστα με νέο συμβόλαιο. |
προσλαμβάνω, διορίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George a engagé un avocat pour son procès. |
δεσμεύω, καθορίζω, κυβερνώ, διέπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce contrat engage Isabelle à travailler pour l'agence pour une durée de cinq ans. |
προσλαμβάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δημιουργώ(des frais, coûts) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στελεχώνω εκ νέου
|
ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seth a initié la séquence de lancement. Ο Σεθ ξεκίνησε τη διαδικασία εκτόξευσης. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pendant notre séjour en Afrique, j'ai entamé une relation amicale avec notre guide. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στην Αφρική έπιασα φιλία με τον ξεναγό μας. |
προσλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société a remporté un contrat et a embauché (or: a recruté) cent nouveaux employés. Η εταιρία κέρδισε ένα συμβόλαιο και προσέλαβε εκατό νέους υπαλλήλους. |
καθιερώνω, ορίζω, εγκαθιδρύω(règles) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les autorités ont établi un couvre-feu qui entrera en vigueur dimanche. |
δεσμεύομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous avons besoin de gens qui sont capables de s'engager, alors ne postulez pas si vous ne le pouvez pas. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που είναι διαθέσιμοι να δεσμευτούν, γι' αυτό μην υποβάλετε αίτηση για δουλειά αν δεν μπορείτε να το κάνετε. |
δεσμεύομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il lui a demandé de se marier avec lui, mais elle était réticente à l'idée de s'engager. |
επιλέγω να συμμετέχωverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je m'engage dans ce projet car je le trouve très intéressant. |
κατατάσσομαι εθελοντικά στο στρατόverbe pronominal (Militaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il s'engagea avant même que la guerre ne soit déclarée. |
κατατάσσομαι εθελοντικάverbe pronominal Il s'est engagé lorsque la guerre a éclaté. |
ένοπλες δυνάμεις
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il a rejoint l'armée il y a cinq ans et ça lui plaît. |
μπαίνωverbe pronominal (Automobile : vitesse) (ταχύτητα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατατάσσομαι(Militaire) (στρατός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Συνταξιοδοτείται από το στρατό του χρόνου. Ήταν μόνο δεκαοχτώ όταν κατατάχθηκε. |
διαπραγματεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλαμβάνω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le gouvernement a entrepris de venir en aide à l'association humanitaire. Η κυβέρνηση ανέλαβε να βοηθήσει την οργάνωση στις προσπάθειες αρωγής. |
απειλητικός, επικίνδυνοςlocution verbale (soutenu) (για τη ζωή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les médecins ont diagnostiqué un cancer qui engage son pronostic vital. Les blessures subies lors de l'accident engageaient son pronostic vital. |
δυσκολία στη δέσμευσηnom féminin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je voulais me marier avec mon copain de l'époque mais il a rompu car il avait de sérieuses difficultés à s'engager. |
συμμετέχω σε, συνεισφέρω σε, εμπλέκομαι σεverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ασχολούμαι με κτ
L'entreprise était engagée dans des négociations dans la perspective d'une fusion possible. |
πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα(με κάποιον, σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατατάσσομαιverbe pronominal (στο στρατό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon père s'est engagé dans l'armée à l'âge de 18 ans. Ο πατέρας μου κατατάχτηκε όταν ήταν 18 χρονών. |
επαναδεσμεύομαιverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανοίγω συζήτηση, πιάνω συζήτησηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συζητώ με κπ
|
προσλαμβάνομαι από κπverbe pronominal Elle s'est fait embaucher par une grosse boîte d'informatique comme programmeuse. Προσελήφθη από μια μεγάλη εταιρία ΙΤ ως προγραμματίστρια. |
δεσμεύομαι να κάνω κτ, υπόσχομαι να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Υπόσχομαι να σε φροντίζω και να σε κάνω όσο πιο ευτυχισμένη μπορώ για όσο θα ζω. |
συμπεριλαμβάνω κπ σε κτ(la conversation) En attendant le bus, j'ai engagé la conversation avec une vieille dame. |
προσλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλαμβάνω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le relecteur s'est engagé à faire les corrections. Ο διορθωτής ανέλαβε να κάνει τις διορθώσεις. |
υποβάλλω αγωγή για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les survivants d'un crash engagent souvent une procédure judiciaire pour obtenir des dommages et intérêts. Οι επιζήσαντες ενός αεροπορικού δυστυχήματος συχνά υποβάλλουν αγωγή για αποζημίωση. |
γίνομαι μέλος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle devint membre du club d'échecs. Γράφτηκε στη λέσχη σκακιστών. |
δεσμεύομαι, συμφωνώverbe pronominal (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux parties se sont mises d'accord sur une somme à payer par le client dans le cas où le contrat serait annulé avant que le travail ne soit achevé. Τα δύο μέρη συμφώνησαν πως ένα ποσό θα πληρωνόταν από τον πελάτη σε περίπτωση ακύρωσης του συμβολαίου πριν την ολοκλήρωση της εργασίας. |
αφοσιωμένος(σε κτ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μπεν υπηρετεί με αφοσίωση τους ασθενείς του. |
μηνύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après l'histoire scandaleuse que le journal publia, l'aristocrate poursuivit celui-ci en dommages et intérêts. |
συμπλέκομαι με κπ/κτlocution verbale (Militaire) L'armée a engagé le combat contre l'ennemi. |
δεσμεύομαι, συμφωνώverbe pronominal (να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'employeur s'engage à payer au fournisseur la somme stipulée. Ο Εργοδότης δεσμεύεται να καταβάλει στον Εργολάβο το καθορισμένο ποσό. |
υποχρεωμένος(να κάνει κτ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Rita s'est engagée à parler à la conférence ce matin-là. Η Ρίτα ήταν υποχρεωμένη να μιλήσει στο συνέδριο εκείνο το πρωί. |
συμμετέχω σε κτ
|
συγκρούομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'engager στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του s'engager
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.