Τι σημαίνει το s'opposer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης s'opposer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'opposer στο Γαλλικά.
Η λέξη s'opposer στο Γαλλικά σημαίνει βάζω να αγωνιστεί, φέρω, κατηγορηματικά, εναντίον, πάω ενάντια, απορρίπτω, δεν συμφωνώ με κπ, αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω, έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κτ, αντιβαίνω, αντικρούομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι, βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ, πάω ενάντια, δεν συμφωνώ με κτ, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι, ασκώ το δικαίωμα αρνησικυρίας, ασκώ βέτο, προβάλλω βέτο, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, ανταποδίδω, αντιδρώ σε κτ, αντιτίθεμαι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης s'opposer
βάζω να αγωνιστείverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dans le tournoi, l'équipe fut opposée à un adversaire redoutable. Στο τουρνουά, η ομάδα κληρώθηκε με πολύ δύσκολη αντίπαλο. |
φέρω(de la résistance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le criminel n'a opposé aucune résistance lorsque la police a mis la main sur lui. |
κατηγορηματικάadverbe (nier, refuser) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle a dénié catégoriquement avoir déjà rencontré l'homme. |
εναντίον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous manifestions contre la loi anti-immigration. |
πάω ενάντια
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son patron a refusé sa demande de congé. Ο διευθυντής του απέρριψε το αίτημά του για άδεια. |
δεν συμφωνώ με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ma fille était tellement fatiguée qu'elle n'a opposé aucune résistance quand elle a dû aller faire sa sieste. Il a opposé une résistance farouche, mais son adversaire était le plus fort. Αγωνίστηκε γερά αλλά ο αντίπαλος ήταν δυνατότερος. |
έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιβαίνω, αντικρούομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν οι τοπικοί νόμοι αντιβαίνουν τους εθνικούς νόμους τα δικαστήρια αποφασίζουν ποιος θα επικρατήσει. |
αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'opposait à l'avis de ses parents au sujet d'un mariage arrangé. Πήγε κόντρα στην ιδέα των γονιών της για συνοικέσιο. |
βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce match oppose le champion en titre à un parfait inconnu. |
πάω ενάντια
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu t'opposes à ses vœux, il va te compliquer les choses. |
δεν συμφωνώ με κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tout le monde s'est opposé à l'idée d'aller faire du camping proposée par Neil. Όλοι πήγαν κόντρα στην ιδέα του Νιλ να πάνε για κάμπινγκ. |
ασκώ το δικαίωμα αρνησικυρίας, ασκώ βέτο, προβάλλω βέτοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le gouverneur a juré d'opposer son veto au projet de loi ouvrant le mariage aux couples de même sexe. |
αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'opposition va forcément s'opposer à la politique, ça va de soi. Η αντιπολίτευση είναι δεδομένο ό,τι θα αντιτεθεί (or: εναντιωθεί) στην πολιτική αυτή, φυσικά. |
διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ
Η Ανν διαφωνούσε με τη συμμετοχή του Μπεν στο πρότζεκτ. |
διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ
Helen s'oppose au projet de nouvelle route. Η Έλεν διαφωνεί με το σχέδιο για έναν νέο δρόμο. |
διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο εργάτης διαφώνησε με το να δουλεύει μέχρι αργά γιατί δε θα πληρωνόταν υπερωρίες. |
διαφωνώ με κτ
|
αντιδρώ σε κτ
Le Congrès s'est opposé au projet de loi du Président. |
ανταποδίδω(pour faire cesser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le candidat s'engage à s'opposer au pouvoir des lobbies. |
αντιδρώ σε κτ
Les élèves se sont opposés à l'idée de repousser l'examen final. |
αντιτίθεμαι σε κτ
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'opposer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του s'opposer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.