Τι σημαίνει το sauce στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sauce στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sauce στο Αγγλικά.

Η λέξη sauce στο Αγγλικά σημαίνει σάλτσα, θράσος, στο πιοτό, σάλτσα μήλου, σάλτσα μήλου, σάλτσα μπάρμπεκιου, σάλτσα μπεαρνέζ, καστανή σάλτσα, σάλτσα εσπανιόλ, είδος σάλτσας με βάση τον ζωμό κρέατος, σάλτσα καραμέλας, σως τσίλι, σάλτσα τσίλι, σάλτσα σοκολάτας, σως σοκολάτας, σως κοκτέιλ, σάλτσα κοκτέιλ, σως κοκτέιλ, σάλτσα κοκτέιλ, σάλτσα κράνμπερι, μπεσαμέλ, σάλτσα κάρυ, ντιπ, σως με σκόρδο, σάλτσα με σκόρδο, σάλτσα χοϊσίν, σάλτσα ολαντέζ, καυτερή σάλτσα, σάλτσα με μανιτάρια, σάλτσα από στρείδια, σάλτσα στρειδιών, σάλτσα για ζυμαρικά, σάλτσα για μακαρόνια, σάλτσα πιπεριού, σάλτσα, σαλτσιέρα, σάλτσα σόγιας, γλυκόξινη σάλτσα, σος ταρτάρ, κέτσαπ, σάλτσα ντομάτας, μπεσαμέλ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sauce

σάλτσα

noun (liquid condiment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter made a sauce to go with the fish.
Ο Πίτερ έφτιαξε σως, για να συνοδεύσει το ψάρι.

θράσος

noun (figurative, informal, dated (impudence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mrs. Brown couldn't believe the young man's sauce; how dare he say such a thing to her!
Η κυρία Μπράουν δεν μπορούσε να πιστέψει το θράσος του νεαρού. Πώς τόλμησε να της πει τέτοιο πράγμα!

στο πιοτό

noun (figurative, slang (alcohol) (ανεπίσημο: το ρίχνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σάλτσα μήλου

noun (fruit purée)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Roast pork is traditionally served with apple sauce.

σάλτσα μήλου

noun (sweetened stewed apples)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Roast pork is traditionally served with applesauce.

σάλτσα μπάρμπεκιου

noun (spicy condiment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can buy barbecue sauce, or make your own with tomato sauce, vinegar, sugar, and spices.

σάλτσα μπεαρνέζ

noun (sauce made with eggs and butter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Béarnaise sauce is similar to hollandaise, but it has tarragon added.

καστανή σάλτσα

noun (cuisine: Chinese sauce)

σάλτσα εσπανιόλ

noun (cuisine: basic sauce)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είδος σάλτσας με βάση τον ζωμό κρέατος

noun (commercial product)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σάλτσα καραμέλας

noun (toffee syrup)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σως τσίλι, σάλτσα τσίλι

noun (spicy condiment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I love chips with chilli sauce.

σάλτσα σοκολάτας, σως σοκολάτας

noun (syrup: liquid chocolate)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Vanilla ice cream smothered in dark chocolate sauce is both a decadent and divine after-dinner treat.

σως κοκτέιλ, σάλτσα κοκτέιλ

noun (UK (ketchup and mayonnaise)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
What the British call Mary Rose sauce or cocktail sauce the Americans call Thousand Island dressing.

σως κοκτέιλ, σάλτσα κοκτέιλ

noun (US (ketchup and horseradish)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mix ketchup and horseradish to make a great cocktail sauce for shrimp.

σάλτσα κράνμπερι

noun (fruit relish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cranberry sauce is a traditional part of the Thanksgiving dinner.
Η σάλτσα κράνμπερι αποτελεί παραδοσιακό μέρος του δείπνου των Ευχαριστιών.

μπεσαμέλ

noun (US (cookery: white sauce)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The secret to French cooking is making a good cream sauce.
Το μυστικό της γαλλικής μαγειρικής είναι η καλή μπεσαμέλ.

σάλτσα κάρυ

noun (sauce made from Asian spices)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Biryani is a rice based dish which is often accompanied by a simple curry sauce.

ντιπ

noun (condiment: for dunking)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σως με σκόρδο, σάλτσα με σκόρδο

noun (liquid garlic-flavored condiment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάλτσα χοϊσίν

(Chinese cookery)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σάλτσα ολαντέζ

noun (buttery sauce)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hollandaise sauce must be prepared on the spot because it spoils rapidly.

καυτερή σάλτσα

noun (spicy liquid condiment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eating too much hot sauce can make you feel as if your tongue were on fire.

σάλτσα με μανιτάρια

noun (sauce of mushrooms and cream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're going to have pasta with mushroom sauce for dinner.

σάλτσα από στρείδια, σάλτσα στρειδιών

noun (thick oyster-flavored Asian relish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάλτσα για ζυμαρικά, σάλτσα για μακαρόνια

noun (savoury liquid for a pasta dish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάλτσα πιπεριού

noun (sauce made with peppercorns)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Steak with pepper sauce was his favourite meal.

σάλτσα

noun (tomato-based pizza topping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σαλτσιέρα

noun (vessel for pouring sauce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The maid placed a sauce boat on the dining table. A sauce boat is pretty but it never keeps the gravy as hot as a jug does.

σάλτσα σόγιας

noun (liquid made from fermented soybeans)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He liberally sprinkled soy sauce over his chicken chow mein.

γλυκόξινη σάλτσα

noun (Oriental sauce of honey and vinegar)

Cubes of meat are battered and deep-fried and put in a sweet-and-sour sauce.

σος ταρτάρ

noun (sharp mayonnaise dressing for fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll have fish sticks with tartar sauce, please.

κέτσαπ

noun (UK (ketchup)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lots of people put tomato sauce on their hamburgers.

σάλτσα ντομάτας

noun (spiced sauce with tomato base)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I ordered a plate of spaghetti with tomato sauce.

μπεσαμέλ

(cuisine)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sauce στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sauce

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.