Τι σημαίνει το dip στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dip στο Αγγλικά.

Η λέξη dip στο Αγγλικά σημαίνει λακκούβα, πτώση, ντιπ, κατηφορική κλίση, πέφτω, βουτάω, βουτώ, βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ, βουτάω κτ μέσα σε κτ, βουτώ κτ μέσα σε κτ, βουτιά, βύθιση, αργόστροφος, δοκιμάζω για λίγο, βάζω χέρι σε κτ, σάλτσα καβουριού, είμαι κατηφορικός, πένα, διακόπτης λειτουργίας, διπλή δόση, διπλοπληρώνομαι, ντιπ με σκόρδο, κάνω μια βουτιά, παίρνω μια γεύση από κτ, παιχνίδι, στο οποίο διαλέγεις τυχαία κάποιο δώρο από έναν σάκο, διαλέγω τυχαία, κολυμπάω γυμνός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dip

λακκούβα

noun (depression in land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a dip between the two fields where water collected.
Υπήρχε ένας λάκκος ανάμεσα στα δύο χωράφια όπου συλλέγονταν νερό.

πτώση

noun (market decline)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dip in the market caused some investors concern.
Η πτώση (or: βουτιά) της αγοράς προκάλεσε την ανησυχία κάποιων επενδυτών.

ντιπ

noun (food: sauce)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Susan served crudités and dips as an appetizer.
Η Σούζαν σέρβιρε στικ φρέσκων λαχανικών με ντιπ για ορεκτικό.

κατηφορική κλίση

intransitive verb (land: slope) (σε έδαφος, δρόμο)

The road dips as it goes into the valley.
Ο δρόμος παίρνει κατηφορική κλίση καθώς προχωράει στην κοιλάδα.

πέφτω

intransitive verb (stocks: decline) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Share prices dipped this afternoon.
Οι τιμές των μετοχών έπεσαν σήμερα το απόγευμα.

βουτάω, βουτώ

transitive verb (immerse in liquid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan tested the temperature of the water by dipping his toe.
Ο Άλαν δοκίμασε τη θερμοκρασία του νερού βάζοντας μέσα το δάχτυλό του.

βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ

(immerse in liquid)

Emily dipped the shirt in the hot water.
Η Έμιλυ βύθισε το πουκάμισο στο ζεστό νερό.

βουτάω κτ μέσα σε κτ, βουτώ κτ μέσα σε κτ

(immerse in liquid)

Elizabeth dipped her toes into the water to feel how cold it was.
Η Ελίζαμπεθ βούτηξε τα δάχτυλά της μέσα στο νερό για να αισθανθεί πόσο κρύο ήταν.

βουτιά

noun (informal (quick swim)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's nice to go for a dip on a hot day.
Είναι ωραία να πηγαίνεις για μια βουτιά τις ζεστές μέρες.

βύθιση

noun (exercise move) (στη γυμναστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack does thirty dips every morning to strengthen his triceps.

αργόστροφος

noun (pejorative, dated, slang (stupid person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What did you do that for, you dip?

δοκιμάζω για λίγο

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (read, sample briefly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whenever I have quarter of an hour to spare I like to dip into Saki's 'Collected Short Stories'.

βάζω χέρι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (savings: make use of) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm so short of money at the moment that I keep having to dip into my precious savings.
Αυτή την περίοδο, έχω τόσες μεγάλες αφραγκίες που συνεχώς βάζω χέρι στις πολύτιμες οικονομίες μου.

σάλτσα καβουριού

noun (seafood condiment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My neighbor served the most delicious crab dip at her party last night.

είμαι κατηφορικός

(land: slope downward)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

πένα

noun (nib pen without own ink supply) (γραφής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διακόπτης λειτουργίας

noun (computing: on-off switch) (Η/Υ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
On some computer boards, the capabilities or configuration was set using a dip switch mounted on the board; today these settings are done in software.

διπλή δόση

noun ([sth] equal to original amount)

Hank received a double dip of protection through both insurance and social security.
Ο Χάνκ είχε διπλή δόση προστασίας, από την ιδιωτική και τη δημόσια ασφάλεια.

διπλοπληρώνομαι

intransitive verb (US, informal (get salary and pension)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ντιπ με σκόρδο

noun (garlic-flavored sauce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μια βουτιά

verbal expression (informal (go for quick swim)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joachim had a quick dip in the lake before lunch.

παίρνω μια γεύση από κτ

verbal expression (figurative (experience briefly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had a quick dip into Zen Buddhism when I was about eighteen years old.

παιχνίδι, στο οποίο διαλέγεις τυχαία κάποιο δώρο από έναν σάκο

noun (UK (game: picking out random prize)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαλέγω τυχαία

noun (figurative (choosing [sth] at random)

κολυμπάω γυμνός

intransitive verb (swim naked)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dip

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.