Τι σημαίνει το dressing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dressing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dressing στο Αγγλικά.

Η λέξη dressing στο Αγγλικά σημαίνει σάλτσα, επίδεσμος, ντύσιμο, γέμιση, φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, βραδινός, επίσημος, ρούχα, παρατάσσομαι, δένω, φτιάχνω, ετοιμάζω για μαγείρεμα, περιχύνω, περιποιούμαι, παρατάσσω, λειαίνω, παρενδυσία, μασκαρεύομαι, απλό ντύσιμο, καθημερινό ντύσιμο, ανεπίσημο ντύσιμο, επίπληξη, ρόμπα, καμαρίνι, τουαλέτα, βινεγκρέτ, σος κοκτέιλ, κοκτέιλ σος, ρόμπα, ρόμπα, σάλτσα ραντς, λαδόξιδο σαλάτας, επιφανειακή λίπανση, βινεγκρέτ, υγρό επίθεμα, φτιάξιμο βιτρίνας, φανφάρες, επίδεσμος πληγών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dressing

σάλτσα

noun (for salad)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter tossed the salad with the dressing.
Ο Πήτερ ανακάτεψε τη σαλάτα με τη σως.

επίδεσμος

noun (bandage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The nurse put a dressing on the wound.
Η νοσοκόμα έβαλε μια γάζα στην πληγή.

ντύσιμο

noun (process)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't think much about what I wear, so dressing normally only takes a few minutes.
Δε σκέφτομαι και πολύ το τι θα βάλω οπότε, συνήθως, το ντύσιμο μου παίρνει λίγα λεπτά.

γέμιση

noun (US (stuffing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Carol made some dressing for the turkey.

φόρεμα

noun (woman's item of clothing) (γυναικείο ρούχο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She wore a beautiful blue dress.
Φορούσε ένα υπέροχο μπλε φόρεμα (or: φουστάνι).

ντύνομαι

intransitive verb (put clothes on yourself) (φοράω τα ρούχα μου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He dressed and ate breakfast quickly.
Ντύθηκε κι έφαγε γρήγορα πρωινό.

ντύνω

transitive verb (put clothes on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dress the children quickly so we can go.
Ντύσε, γρήγορα, τα παιδιά, για να φύγουμε.

βραδινός, επίσημος

adjective (formal) (επίσημος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He wore his dress suit to the formal dinner.
Φόρεσε το βραδινό (or: επίσημο) κοστούμι του στο επίσημο δείπνο.

ρούχα

noun (clothing generally)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
His dress was not appropriate for the opera.

παρατάσσομαι

intransitive verb (military: become aligned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new recruits dressed and waited for the officer to speak.

δένω

transitive verb (apply a bandage to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The nurse dressed his wound once the bleeding stopped.

φτιάχνω

transitive verb (dated (hair) (μτφ: τα μαλλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to dress my hair before we go out tonight.

ετοιμάζω για μαγείρεμα

transitive verb (dated (prepare for eating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
First you need to dress the chicken by removing the excess fat.

περιχύνω

transitive verb (add sauce to a salad) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She prefers to dress her salad with olive oil instead of salad dressing.

περιποιούμαι

transitive verb (groom a horse) (τα άλογα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She helped to dress the cavalry horses before the big parade.

παρατάσσω

transitive verb (align military troops) (τους στρατιώτες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The officer always started drills by dressing the troops.

λειαίνω

transitive verb (stone: make smooth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mason has to dress stone to make it smooth.

παρενδυσία

noun (dressing like opposite sex)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μασκαρεύομαι

noun (children: putting on costumes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My daughters often play dress-up with my old clothes.
Οι κόρες μου συχνά μασκαρεύονται με τα παλιά μου ρούχα.

απλό ντύσιμο, καθημερινό ντύσιμο, ανεπίσημο ντύσιμο

noun (casual clothes)

In many industries, dressing down is the new norm.

επίπληξη

noun (informal (reprimand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The teacher gave the children a dressing-down for having disobeyed the rules.

ρόμπα

noun (UK (housecoat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was in bed when the doorbell rang, so I put on my dressing gown to answer it.

καμαρίνι

noun (theater: for changing costumes) (σε θέατρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are bright lights around the mirror in the actor's dressing room.

τουαλέτα

noun (ladies' table: with mirror) (έπιπλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I always imagine an actress sitting at her dressing table, applying her make-up.
Πολλές φορές φαντάζομαι κάποια ηθοποιό να κάθεται μπροστά στην τουαλέτα της και να βάζει μέκ απ.

βινεγκρέτ

noun (UK (vinaigrette)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Could I have a mixed salad with French dressing on the side please?

σος κοκτέιλ, κοκτέιλ σος

noun (US (Marie Rose sauce)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I ordered a shrimp salad with French dressing.

ρόμπα

noun (UK (dressing gown, housecoat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rick got out of bed, put on his gown and went downstairs for breakfast.
Ο Ρικ σηκώθηκε από το κρεββάτι, έβαλε τη ρόμπα του και κατέβηκε κάτω για πρωινό.

ρόμπα

noun (US (long dressing gown)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σάλτσα ραντς

noun (US (seasoned mayonnaise sauce)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λαδόξιδο σαλάτας

noun (vinaigrette)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I started a diet yesterday so please don't put any salad dressing on my lettuce.

επιφανειακή λίπανση

noun (distributing fertilizer on top of plants or grass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βινεγκρέτ

noun (condiment: mix of vinegar and oil)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υγρό επίθεμα

noun (compress for treating skin conditions)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φτιάξιμο βιτρίνας

noun (literal (creation of shop-window displays)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Window dressing isn't as easy as it looks.

φανφάρες

noun (figurative (superficial or showy display)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The report lacks solid information; most of it is mere window dressing.

επίδεσμος πληγών

noun (compress applied to an injury)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dressing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dressing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.