Τι σημαίνει το cream στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cream στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cream στο Αγγλικά.

Η λέξη cream στο Αγγλικά σημαίνει κρέμα γάλακτος, κρέμα, κρέμα, αλοιφή, κρεμ, κρεμώδης, κρέμα, αφρόκρεμα, κρεμ, χτυπάω μέχρι να ασπρίσει, βάζω κρέμα, κάνω σκόνη, κρεμώδης, κρεμώδης, κρεμ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αποκτώ, αποκομίζω, παγωτό με κομμάτια σοκολάτας, προΐόν καθαρισμού προσώπου, πηγμένη κρέμα γάλακτος, κρέμα προσώπου, τυρί κρέμα, κριμ κράκερ, μανιταρόσουπα βελουτέ, κρεμόριο, κρεμοτάρταρο, αφρόκρεμα, τάρτα με κρέμα ζαχαροπλαστικής, κρέμα στο πάνω μέρος του γάλακτος, σου, λαπάς, τζιτζί, μπεσαμέλ, ανθρακούχο αναψυκτικό, συχνά με γεύση βανίλια, <div>ελαφρύ απογευματινό γεύμα που περιλαμβάνει τσάι και κεκάκια με κρέμα και μαρμελάδα</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πτώμα, κρέμα καραμελέ, είδος μπισκότου, κρέμα γάλακτος, κρέμα γάλακτος, κρέμα προσώπου, πλήρες γάλα, αποτριχωτική κρέμα, κρέμα χεριών, κρέμα σαντιγί, παγωτό, μηχανή παγωτού, παγωτατζής, παγωτό με γαρνιτούρα, παγωτομηχανή, χωνάκι, ποτό με παγωτό, παγωτατζίδικο, παγωτατζίδικο, κρέμα βουτύρου, ενυδατική κρέμα, ντρέσινγκ σαλάτας που θυμίζει αραιή μαγιονέζα, κρέμα ξυρίσματος, κρέμα γάλακτος, παγωτό μηχανής, sour cream, αντηλιακό, κρέμα σαντιγί, κρέμα σαντιγί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cream

κρέμα γάλακτος

noun (dairy product) (μαγειρική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cook used cream to create the sauce.
Ο μάγειρας χρησιμοποίησε κρέμα γάλακτος, για να φτιάξει τη σάλτσα.

κρέμα

noun (milk: fatty layer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cream is removed when processing milk.
Η κρέμα αφαιρείται κατά την επεξεργασία του γάλακτος.

κρέμα

noun (skincare lotion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rub some cream onto your skin to keep it smooth.
Βάλε λίγη κρέμα στο δέρμα σου για να το διατηρήσεις λείο.

αλοιφή

noun (medical preparation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor prescribed an antifungal cream to treat the patient's athlete's foot.
Ο γιατρός συνταγογράφησε μια αντιμυκητιασική αλοιφή για τους μύκητες του ασθενούς.

κρεμ

noun (pale color)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cream is less harsh on the eye than white.

κρεμώδης

adjective (n as adj (containing cream)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The soup coated the spoon, as any good cream soup should.

κρέμα

noun (food: thick liquid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was caramel cream on the dessert.

αφρόκρεμα

noun (figurative, invariable (the best)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Royal Air Force took only the cream of Britain's young men and women.

κρεμ

noun as adjective (cream-colored)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Milwaukee was once known for its buildings of cream brick.

χτυπάω μέχρι να ασπρίσει

transitive verb (whip to thicken)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To make this cake, you first have to cream the butter and sugar together.

βάζω κρέμα

transitive verb (apply lotion) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She always creamed her arms and legs after a bath.

κάνω σκόνη

transitive verb (US, figurative, slang (defeat soundly) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We totally creamed the other team, who didn't even score!
Φάγαμε λάχανο την άλλη ομάδα. Ούτε πόντο δεν έβαλαν!

κρεμώδης

adjective (full of cream)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pasta had a creamy garlic sauce on it.
Τα μακαρόνια σερβιρίστηκαν με μια κρεμώδη σάλτσα σκόρδου.

κρεμώδης

adjective (liquid: thick) (υφή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gravy will thicken to a creamy texture.
Ο ζωμός θα πήξει και θα πάρει κρεμώδη υφή.

κρεμ

adjective (cream-coloured) (χρώμα)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She wore a creamy silk blouse to the interview.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, transitive, separable (cream: skim off)

αποκτώ, αποκομίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (profits: take) (κέρδος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παγωτό με κομμάτια σοκολάτας

noun (ice cream: chocolate bits)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προΐόν καθαρισμού προσώπου

noun (skincare product)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Advertisers try to make women think they can keep their youth by using a simple cleansing cream.

πηγμένη κρέμα γάλακτος

noun (UK (dairy product)

κρέμα προσώπου

noun (skincare product)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her only bad habit was putting cold cream on her face before coming to bed.

τυρί κρέμα

noun (dairy product)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love bagels with cream cheese and coffee in the morning.
Μου αρέσουν τα μπέιγκελ με τυρί κρέμα και καφέ το πρωί.

κριμ κράκερ

noun (savory biscuit)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μανιταρόσουπα βελουτέ

noun (thick soup containing mushroom)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many people use canned cream of mushroom soup in recipes.

κρεμόριο, κρεμοτάρταρο

noun (powder used in cooking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cream of tartar and baking soda make cakes rise.

αφρόκρεμα

noun (figurative (best, elite) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Only the cream of the crop will make the Olympic rowing team.

τάρτα με κρέμα ζαχαροπλαστικής

noun (US (dessert: custard pie)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρέμα στο πάνω μέρος του γάλακτος

noun (fat at top of milk bottle)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σου

noun (pastry) (γλύκισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I would eat cream puffs every day, but they are too fattening.

λαπάς

noun (figurative, pejorative, slang (weak man) (μεταφορικά, μειωτικό, καθομ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don't worry about him, he can't hurt you, he's such a cream puff.

τζιτζί

noun (figurative, slang (old car: good condition) (αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπεσαμέλ

noun (US (cookery: white sauce)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The secret to French cooking is making a good cream sauce.
Το μυστικό της γαλλικής μαγειρικής είναι η καλή μπεσαμέλ.

ανθρακούχο αναψυκτικό, συχνά με γεύση βανίλια

noun (vanilla-flavored fizzy drink)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I prefer root beer to cream soda, as I'm not fond of the flavor of vanilla.

<div>ελαφρύ απογευματινό γεύμα που περιλαμβάνει τσάι και κεκάκια με κρέμα και μαρμελάδα</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (tea served with scones, etc.)

πτώμα

adjective (UK, regional, informal (knackered: very tired) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

κρέμα καραμελέ

noun (French (custard topped with soft caramel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είδος μπισκότου

noun (UK (sweet biscuit)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρέμα γάλακτος

noun (full-fat milk product)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρέμα γάλακτος

noun (type of cheese)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρέμα προσώπου

noun (lotion for facial skin)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πλήρες γάλα

noun (with no cream removed)

This porridge is made with full-cream milk.

αποτριχωτική κρέμα

noun (product for removing body hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Instead of shaving your legs, why not try that new, organic hair-removing cream?

κρέμα χεριών

noun (skin moisturizer)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρέμα σαντιγί

noun (thick whipping cream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cook used heavy cream to thicken the sauce.

παγωτό

noun (frozen dessert)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My favourite dessert is strawberry ice cream.
Το αγαπημένο μου επιδόρπιο είναι το παγωτό φράουλα.

μηχανή παγωτού

noun (appliance: makes ice cream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am thinking of buying an ice cream maker this summer, so we can make our own.

παγωτατζής

noun (travelling ice-cream seller)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I am waiting for the ice cream man to come so that I can buy some ice cream.

παγωτό με γαρνιτούρα

noun (dessert)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Knickerbocker glory is a popular type of ice cream sundae.

παγωτομηχανή

noun (machine: makes ice cream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωνάκι

noun (conical wafer) (για παγωτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All the children were licking ice-cream cones, so we knew there was an ice-cream seller somewhere nearby. Gelato may be served in an ice-cream cone or a cup.

ποτό με παγωτό

noun (cold drink with ice cream) (με ή χωρίς αλκοόλ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγωτατζίδικο

noun (café: serves ice cream) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ice cream parlor offers more than 20 different sundae toppings.

παγωτατζίδικο

noun (vehicle: ice cream) (όχημα, όχι κατάστημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I think I can hear the ice-cream van coming!

κρέμα βουτύρου

noun (whipped butter and sugar)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενυδατική κρέμα

noun (for moisturizing skin)

ντρέσινγκ σαλάτας που θυμίζει αραιή μαγιονέζα

noun (UK (dressing: thin mayonnaise)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρέμα ξυρίσματος

noun (lather used for shaving)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I can't shave without shaving cream because it irritates my skin.

κρέμα γάλακτος

noun (UK (dairy product: thin or light cream)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παγωτό μηχανής

noun (frozen dessert with soft consistency)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
For dessert we had soft serve ice cream in a cone.
Για επιδόρπιο, φάγαμε παγωτό μηχανής σε χωνάκι.

sour cream

noun (soured dairy product)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The trick to a rich devil's food cake is to use some sour cream or buttermilk.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο μεξικάνικο εστιατόριο σερβίρουν τα μπουρίτο με γκουακαμόλε και sour cream.

αντηλιακό

noun (protective sun lotion)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

κρέμα σαντιγί

noun (dairy cream that has been whisked)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whipped cream should be airy and light.
Η κρέμα σαντιγί πρέπει να είναι αέρινη και ελαφριά.

κρέμα σαντιγί

noun (dairy product suitable for whisking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whipping cream is lower in fat and calories than double cream.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cream στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cream

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.