Τι σημαίνει το segurança στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης segurança στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του segurança στο πορτογαλικά.

Η λέξη segurança στο πορτογαλικά σημαίνει ασφάλεια, ασφάλεια, πορτιέρης, φρουρός, φύλακας, υπεύθυνος ασφάλειας πλήθους, ασφάλεια, προστασία, ασφάλεια, οικονομική ασφάλεια, ασφάλεια, σιγουριά, αξιοπιστία, βεβαιότητα, σιγουριά, ομάδα υψηλής προστασίας, βεβαιότητα, σκοπός, σιγουριά, βεβαιότητα, αυτοπεποίθηση, σημείο πρόσδεσης, σιγουριά, βεβαιότητα, αντίγραφο, αξιόπιστα, με ασφάλεια, με σιγουριά, με βεβαιότητα, με αυτοπεποίθηση, με σιγουριά, εφεδρικός, αποκλεισμένος, με αυτοπεποίθηση, πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!, κορδόνι λαιμού, παραμάνα, φυλακή υψίστης ασφαλείας, εξοπλισμός ασφαλείας, ζώνη ασφαλείας, δύναμη ασφαλείας, ειρηνευτική δύναμη, ζώνη ασφαλείας, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, εθνική ασφάλεια, πολιτική προστασία, κουτιαστή κλειδαριά, ασφάλεια τροφίμων, υγεία και ασφάλεια, δημόσια ασφάλεια, οδική ασφάλεια, αυτοκίνητο ασφαλείας, χαρακτηριστικό ασφάλειας, στοιχείο ασφάλειας, ζώνη ασφαλείας, προστατευτικό κράνος, προσωπικό ασφαλείας, ασφάλεια σχολείου, κάμερα ασφαλείας, σύστημα ασφαλείας, διαπίστευση ασφαλείας, αστυνομική αρχή, οδηγίες ασφαλείας, πρακτικές ασφαλείας, μέτρα ασφαλείας, βάζω ζώνη σε κπ, αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα, παράδοση και έλεγχος αποσκευών, δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας, μπρελόκ κλειδιών, κλειδαριά, απενεργοποιώ και ασφαλίζω έναντι επανενεργοποίησης, κώνος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παραδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης segurança

ασφάλεια

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tudo é projetado para maximizar a segurança em uma obra.
Καθετί έχει σχεδιαστεί με γνώμονα την ασφάλεια στο εργοτάξιο. Η κυβέρνηση αρνείται ότι η εξωτερική πολιτική της θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών.

ασφάλεια

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta corda te dará a segurança para subir sem medo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μαζί σου αισθάνομαι σιγουριά.

πορτιέρης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο Ρικ δούλευε πόρτα τα σαββατοκύριακα.

φρουρός, φύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O segurança patrulhava o shopping procurando crianças arruaceiras.
Ο φύλακας (or: φρουρός) έκανε περιπολία στο εμπορικό κέντρο ψάχνοντας για άτακτους μαθητές.

υπεύθυνος ασφάλειας πλήθους

substantivo masculino, substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασφάλεια

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προστασία, ασφάλεια

substantivo feminino (proteção)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικονομική ασφάλεια

substantivo feminino

ασφάλεια

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιγουριά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αξιοπιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anna estava preocupada com a confiabilidade do carro, por isso ela o levou para uma revisão antes de sair em sua jornada.
Η Άννα ανησυχούσε για την αξιοπιστία του αυτοκινήτου, οπότε το πήγε για σέρβις πριν αναχωρήσει για το ταξίδι της.

βεβαιότητα, σιγουριά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομάδα υψηλής προστασίας

(equipe de segurança de alto nível)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βεβαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σιγουριά, βεβαιότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημείο πρόσδεσης

(protuberância natural)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σιγουριά, βεβαιότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίγραφο

(estrangeirismo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Isso é um backup; a cópia original está no armário.
Αυτό είναι αντίγραφο. Το πρωτότυπο είναι στο αρχείο.

αξιόπιστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με ασφάλεια, με σιγουριά, με βεβαιότητα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με αυτοπεποίθηση, με σιγουριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fique em pé e fale confiantemente ao fazer um discurso.

εφεδρικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποκλεισμένος

expressão

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με αυτοπεποίθηση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κορδόνι λαιμού

(usado no pescoço)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παραμάνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυλακή υψίστης ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξοπλισμός ασφαλείας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζώνη ασφαλείας

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Agora é obrigatório usar cinto de segurança tanto atrás quanto na frente nos carros.
Τώρα πια η ζώνη ασφαλείας είναι υποχρεωτική και στις πίσω και στις μπροστά θέσεις του αυτοκινήτου.

δύναμη ασφαλείας, ειρηνευτική δύναμη

substantivo feminino plural (grupo pacificador militar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζώνη ασφαλείας

substantivo feminino (tira lateral de um cinto de segurança) (διαγώνιο τμήμα ζώνης ασφαλείας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Με σφίγγει λίγο η ζώνη ασφαλείας. Μπορείς να τη ρυθμίσεις, σε παρακαλώ;

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εθνική ασφάλεια

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτική προστασία

(gestão de emergências em tempo de guerra)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κουτιαστή κλειδαριά

ασφάλεια τροφίμων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υγεία και ασφάλεια

(engenharia, segurança do trabalho)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημόσια ασφάλεια

(prevenção de acidentes e ferimentos)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οδική ασφάλεια

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτοκίνητο ασφαλείας

(esporte)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαρακτηριστικό ασφάλειας, στοιχείο ασφάλειας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ζώνη ασφαλείας

(equipamento de proteção individual) (εξάρτηση ασφαλείας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προστατευτικό κράνος

substantivo masculino (segurança do trabalho)

προσωπικό ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασφάλεια σχολείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάμερα ασφαλείας

substantivo feminino (σε δημόσιους χώρους)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύστημα ασφαλείας

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαπίστευση ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστυνομική αρχή

(polícia)

οδηγίες ασφαλείας

(segurança do trabalho)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Este manual de instruções possui seis páginas de instruções de segurança, mas não me diz como ligar a máquina!

πρακτικές ασφαλείας

substantivo feminino plural (segurança do trabalho)

μέτρα ασφαλείας

substantivo feminino plural

βάζω ζώνη σε κπ

expressão verbal (σε όχημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É aconselhável fazer cópia de todos os arquivos no seu computador regularmente, caso ele tenha uma pane.
Είναι καλό να δημιουργείτε τακτικά αντίγραφα όλων των αρχείων στον υπολογιστή σας, για την περίπτωση βλάβης.

παράδοση και έλεγχος αποσκευών

substantivo masculino (αεροδρόμιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας

substantivo feminino (figurado, medida de segurança) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O sistema de seguridade social é uma rede de segurança para pessoas que não conseguem trabalhar ou que perdem o emprego.

μπρελόκ κλειδιών

(πληροφορική, κρυπτογράφηση δεδομένων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλειδαριά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A trave de segurança da arma evita disparos acidentais.
Η κλειδαριά του όπλου αποτρέπει την ακούσια πυροδότηση.

απενεργοποιώ και ασφαλίζω έναντι επανενεργοποίησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κώνος

(cone de estrada) (προειδοποιητικός στον δρόμο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A saída estava fechada com cones de tráfego.
Η έξοδος είχε κλείσει με προειδοποιητικούς κώνους.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Os cálculos do engenheiro consideraram uma margem de segurança.

παραδίδω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os hóspedes podem guardar os casacos em segurança na entrada.
Οι επισκέπτες μπορούν να παραδώσουν τα παλτό τους στην είσοδο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του segurança στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.