Τι σημαίνει το sided στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sided στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sided στο Αγγλικά.

Η λέξη sided στο Αγγλικά σημαίνει πλευρά, πλευρά, πλευρά, πλάι, πλευρά, άκρη, πλευρά, ομάδα, μέρος, πλαϊνός, συμπληρωματικός, δευτερεύων, πλαϊνός, παρά-, πλευρά, πλευρά, άκρη, πλευρά, όψη, πλευρά, πλαϊνό μέρος, πλευρά, συνοδευτικό, παίρνω το μέρος κπ, πρώτη πλευρά, κατά μήκος, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, δεύτερη πλευρά, πλευρά εκτός οπτικού πεδίου, δίπλα, στην άκρη του γκρεμού, η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη, 5x5, πίσω πλευρά, άλλη πλευρά, άλλη όψη, άλλη πλευρά, μπρος πίσω, από άκρη σε άκρη, περιοχή όπου έχει πρόσβαση το κοινό, η πλευρά προς τη στεριά, η πλευρά προς τη γη, δεξιά πλευρά, αριστερός, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, βλέπω τη θετική πλευρά, η πιο κοντινή πλευρά, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, βορινή πλευρά, παντού, τριγύρω, από τη μία πλευρά, από τη μία πλευρά, το θετικό του πράγματος είναι πως..., στα δεξιά, υπέρ, με το μέρος, που έχει δίκιο, νόμιμος, επιπλέον, στα κρυφά, στο πλάι, η άλλη πλευρά, η αντίπαλη ομάδα, η μετά θάνατον ζωή, η αντίπαλη ομάδα, η άλλη άκρη, η άλλη πλευρά του νομίσματος, η άλλη όψη του νομίσματος, εξωτερική πλευρά, ημιπληγικός, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά, ίππος, θετική πλευρά, βάζω στην άκρη, αγνοώ, αψηφώ, δεν δίνω σημασία, βάζω στην άκρη, δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά, σωστή μεριά, σωστή πλευρά, ευνοϊκή μεταχείριση, δεξιά πλευρά, διάδρομος εκκλησίας, μικρό όπλο, δίπλα-δίπλα, συνοδευτικό, παρενέργεια, παράπλευρη απώλεια, πλευρικά πτερύγια, δεύτερη δουλειά, δευτερεύον θέμα, κάγκελο, παράδρομος, παράδρομος, τραπεζάκι, πλάγια όψη, πλευρική όψη, φαβορίτες, όπλο, περίστροφο, πιστόλι, επιπλέον πληροφορία, επιπλέον στοιχεία, με τα πόδια από τη μία πλευρά, σέλα πλάγιας ίππευσης, ξεκαρδιστικός, είδος μικρού κροταλία, πλάγιο χτύπημα, είδος πυραύλου αέρος-αέρος, ταμπούρο, η θετική πλευρά, η πλευρά που είναι στον ήλιο, τηγανητός, τηγανητός, από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα, μπελάς, στη μία πλευρά, προς τη μία πλευρά, πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρως, παράμερα, παράπλευρα, παραπλεύρως, στο πλάι, Upper West Side, λάθος πλευρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sided

πλευρά

noun (surface)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need to paint all sides of the box.
Πρέπει να βάψεις το κουτί από όλες τις μεριές.

πλευρά

noun (location)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This side of the river is greener than the other.
Αυτή η μεριά του ποταμού είναι πιο πράσινη.

πλευρά

noun (surface of flat object)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Turn the paper over to the other side.
Γύρνα το χαρτί από την άλλη μεριά.

πλάι

noun (lateral part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a hole in the side of the box.
Το κουτί έχει μια τρύπα στο πλάι.

πλευρά

noun (geometry: polygon)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A square has four sides.
Το τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές.

άκρη

noun (edge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She wrote notes along the side of the page.
Έγραψε σημειώσεις στην άκρη της σελίδας.

πλευρά

noun (body: flank)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My side hurts. I wonder why.
Πονάνε τα πλευρά μου. Γιατί άραγε;

ομάδα

noun (sports: team)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're going out to root for our side.
Βγαίνουμε έξω για να υποστηρίξουμε την ομάδα μας.

μέρος

noun (figurative (contesting group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Whose side are you on?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δε θέλω να διαλέξω στρατόπεδο.

πλαϊνός

adjective (lateral)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please go out the side door.
Σε παρακαλώ βγες από την πλαϊνή πόρτα.

συμπληρωματικός

adjective (supplementary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marvin started a side job.

δευτερεύων

adjective (secondary)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The salary is a side benefit to this job.

πλαϊνός

adjective (directed toward a side)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The player made a side kick.

παρά-

adjective (road/street: not main)

The main road was closed because of an accident, so we had to find our way through a maze of side streets.
Ο κεντρικός δρόμος ήταν κλειστός λόγω ατυχήματος και έτσι έπρεπε να βρούμε το δρόμο μας μέσα σε έναν λαβύρινθο παράδρομων.

πλευρά

noun (family lineage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our side of the family has distinctive facial features.

πλευρά, άκρη

noun (edge of a boat) (καραβιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sailors threw the trash over the side.

πλευρά, όψη

noun (figurative (aspect) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She saw a side of him that she hadn't seen before.

πλευρά

noun (region of a city)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The south side of the city is known for its shops.

πλαϊνό μέρος

noun (adjacent space)

The side of the house is a fun place to play.

πλευρά

noun (cut of meat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please give me a side of beef.

συνοδευτικό

noun (informal (food: accompaniment) (φαγητού)

Would you like any sides with your meal--fries, for example?

παίρνω το μέρος κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (support in a disagreement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The party hopes the minister will side with them.

πρώτη πλευρά

noun (main side of a pop single)

The record company decided that the song should be the A-side of the band's first single.

κατά μήκος

expression (the length of, beside)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We built a retaining wall along the side of the terrace.

δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ

adverb (beside)

I will sit at your side during the banquet.

δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ

adverb (figurative (supporting, comforting) (μεταφορικά)

Fortunately, your husband will always be at your side because he loves you.

δεύτερη πλευρά

noun (flip side of a pop single)

πλευρά εκτός οπτικού πεδίου

noun (side one is looking away from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίπλα

expression (next to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Our fishing camp is built by the side of the lake.

στην άκρη του γκρεμού

adjective (situated on the side of a cliff)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη

noun (the other side)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

5x5

noun (UK (a form of soccer) (ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πίσω πλευρά, άλλη πλευρά

noun (reverse, other side)

The flip side of the album also had some good songs.
Η πίσω πλευρά του άλμπουμ είχε επίσης μερικά καλά κομμάτια.

άλλη όψη, άλλη πλευρά

noun (figurative (another, less attractive, aspect) (μεταφορικά)

The flip side of the new product is that it wastes electricity.

μπρος πίσω

adverb (movement: back and forth)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The boat was rocking from side to side in the rough sea.

από άκρη σε άκρη

adverb (measurement: sideways)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The room was square, and measured about two metres from side to side.

περιοχή όπου έχει πρόσβαση το κοινό

noun (airport: open to public)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η πλευρά προς τη στεριά

noun ([sth] in water: toward land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η πλευρά προς τη γη

noun (plow: toward earth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεξιά πλευρά

noun (side opposite the right)

The patient has a pain in the left side of her abdomen.

αριστερός

noun (side opposite the right)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Turn right, walk two blocks, and you'll see my house on the left hand side of the road.

βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων

verbal expression (informal (consider positive aspects)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you always look on the bright side, you will be a much happier person.

βλέπω τη θετική πλευρά

interjection (informal (consider positive aspects)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look on the bright side: if you have nothing, you've got nothing to lose!
Δες τη θετική πλευρά: εάν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις!

η πιο κοντινή πλευρά

noun (side which is closest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά

noun (side or aspect facing the north)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shop is on the north side of the street.

βορινή πλευρά

noun (building: side that faces north)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My bedroom is on the north-facing side of the house and so is always cold.

παντού, τριγύρω

adverb (all around)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The house he bought had trees on every side. The politician felt there were traitors on every side.
Ο πολιτικός ένοιωθε πως υπήρχαν προδότες παντού.

από τη μία πλευρά

adverb (unilaterally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We are all on one side.

από τη μία πλευρά

adverb (on one surface only)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An image of George Washington can be found on one side of a US dollar bill.

το θετικό του πράγματος είναι πως...

expression (positive point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On the plus side, you'll be in a better school catchment area if you move there.

στα δεξιά

expression (to the right of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
British and Japanese automobiles have the steering wheel on the right side of the car.
Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά.

υπέρ, με το μέρος

expression (figurative (in favour with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll need to stay on the right side of your boss if you want to get that promotion.

που έχει δίκιο

expression (figurative (on moral side of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When future generations look back on this moment, they will be able to see who was on the right side of this issue.
Σκεπτόμενοι αυτή τη στιγμή οι μελλοντικές γενιές θα είναι σε θέσει να διακρίνουν ποιος είχε δίκιο σε αυτό το θέμα.

νόμιμος

expression (legal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The protesters felt that they were on the right side of the law.

επιπλέον

adverb (in addition)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She worked all day in an office and babysat on the side.

στα κρυφά

adverb (secretly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She found out her husband had a girlfriend on the side.
Διαπίστωσε ότι ο σύζυγός της διατηρούσε ερωμένη στα κρυφά.

στο πλάι

adverb (food: to one side)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'll have the apple pie, with ice cream if you have it, but I want the ice cream on the side, not on top of the pie.
Θα παραγγείλω μηλόπιτα με παγωτό, αν έχετε. Θέλω, όμως, το παγωτό στο πλάι και όχι πάνω από τη μηλόπιτα.

η άλλη πλευρά

noun (the other of two sides)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η αντίπαλη ομάδα

noun (sports: opposing team)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η μετά θάνατον ζωή

noun (afterlife)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η αντίπαλη ομάδα

noun (sports: opposing team)

η άλλη άκρη

noun (opposite end)

η άλλη πλευρά του νομίσματος, η άλλη όψη του νομίσματος

noun (figurative, informal (opposite aspect, converse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξωτερική πλευρά

noun (exterior)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Be sure to wash blue jeans with the outer side facing in to prevent fading.

ημιπληγικός

adjective (hemiplegic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ever since my uncle had his stroke, he's been paralyzed on one side.
Από τότε που ο θείος μου έπαθε εγκεφαλικό είναι ημιπληγικός.

τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά

transitive verb (align, put next to each other)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ίππος

noun (gymnastics) (γυμναστική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θετική πλευρά

noun (good point or aspect)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βάζω στην άκρη

verbal expression (figurative (save) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll put it to one side and eat it later.
Θα το βάλω στην άκρη και θα το φάω αργότερα.

αγνοώ, αψηφώ, δεν δίνω σημασία

verbal expression (figurative (disregard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's put this problem to one side for the moment and consider more important issues. He found it too hard, so he just put it to one side.
Ασ αγνοήσουμε προς το παρόν αυτό το πρόβλημα και ας ασχοληθούμε με πιο σημαντικά ζητήματα.

βάζω στην άκρη

verbal expression (place to the side) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Put the cake to one side and start making the icing.
Βάλε την τούρτα στην άκρη για να φτιάξουμε την επικάλυψη.

δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά

noun (right-hand side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the U.S. we drive on the right side of the road, not the left. I'm sitting in church with my mum on my right side and my sister on the left side.
Στην Αμερική οδηγούμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, όχι στην αριστερή.

σωστή μεριά, σωστή πλευρά

noun (correct or appropriate side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You've put your rug down with the right side facing the floor! The inmate swore that if he was released he would stay on the right side of the law.

ευνοϊκή μεταχείριση

noun (figurative ([sb]'s favour or approval) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He tried to stay on his boss's right side, though it was difficult.

δεξιά πλευρά

noun (side opposite the left)

διάδρομος εκκλησίας

noun (lateral walkway in a church)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρό όπλο

plural noun (small handguns)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He was packing several side arms when he went to the dangerous section of town.
Πήρε μαζί του αρκετά μικρά όπλα, όταν πήγε στο επικίνδυνο τμήμα της πόλης.

δίπλα-δίπλα

adverb (in a row)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The two ducks waddled side by side to the pond.

συνοδευτικό

noun (food served as an accompaniment) (φαγητό)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
His steak was served with a side dish of mashed potatoes.
Η μπριζόλα του είχε πουρέ ως συνοδευτικό.

παρενέργεια

noun (secondary effect: of drug)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Side effects of this drug may include nausea and a skin rash.
Οι παρενέργειες αυτού του φαρμάκου ενδέχεται να περιλαμβάνουν ναυτία και εξανθήματα.

παράπλευρη απώλεια

noun ([sth] incidental) (κάτι κακό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Losing weight is a welcome side effect of fasting in Lent.
Το αδυνάτισμα είναι μια ευπρόσδεκτη παρενέργεια του να νηστεύει κανείς τη Σαρακοστή.

πλευρικά πτερύγια

plural noun (lateral swimming limbs of a fish)

δεύτερη δουλειά

noun (informal (second job)

δευτερεύον θέμα

noun (topic not as important as main one)

κάγκελο

noun (part of bed frame)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παράδρομος

noun (small street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Phil parked the car on a side road.

παράδρομος

noun (small road leading off larger street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I drive down side streets to avoid the traffic.

τραπεζάκι

noun (furniture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλάγια όψη, πλευρική όψη

noun (lateral aspect, [sth] seen from sideways on)

φαβορίτες

plural noun (sideburns: hair at side of man's face)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

όπλο, περίστροφο, πιστόλι

noun (weapon, gun) (πυροβόλο όπλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The game warden was required to carry a sidearm when he was on duty.
Ο φύλακας ήταν υποχρεωμένος να φέρει όπλο εν ώρα υπηρεσίας.

επιπλέον πληροφορία, επιπλέον στοιχεία

noun (figurative (extra information from a different point of view)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με τα πόδια από τη μία πλευρά

adverb (horseriding: legs to one side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With their long skirts, ladies found it easier to ride sidesaddle.

σέλα πλάγιας ίππευσης

noun (horseriding seat: legs to one side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκαρδιστικός

adjective (figurative (hilarious, very funny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είδος μικρού κροταλία

noun (small desert rattlesnake)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλάγιο χτύπημα

noun (US (sports: punch delivered from the side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είδος πυραύλου αέρος-αέρος

noun (US (Sidewinder: missile with homing device) (ένοπλες δυνάμεις ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ταμπούρο

noun (percussion) (είδος τυμπάνου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tim played a drum roll on the snare drum.

η θετική πλευρά

noun (figurative (positive aspect)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Whenever I was depressed my grandfather told me to look on the sunny side of life.

η πλευρά που είναι στον ήλιο

noun (sunlit side: of street)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sunny side of the street is always the hottest, obviously.

τηγανητός

adverb (fried egg: runny yolk)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
For breakfast I had toast, bacon and two eggs sunny side up.

τηγανητός

adjective (eggs: fried on just one side)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα

verbal expression (figurative (things seem better from afar)

μπελάς

noun (figurative (aggravating thing, person)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
That new trainee is so annoying; he's a thorn in my side.

στη μία πλευρά

adverb (put [sth]: aside)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She set her book to one side and picked up the newspaper.

προς τη μία πλευρά

adverb (movement: to the side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cars all moved to one side of the road so the ambulance could pass.

πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρως

adverb (laterally, sideways)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Turn off to the side and you should find the bakery.

παράμερα, παράπλευρα, παραπλεύρως, στο πλάι

adverb (aside, out of the way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He put it to the side because it was useless.

Upper West Side

noun (district of Manhattan in New York) (περιοχή στο Μανχάταν)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λάθος πλευρά

noun (incorrect side)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The old man was driving on the wrong side of the road.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sided στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sided

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.