Τι σημαίνει το signé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης signé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του signé στο Γαλλικά.
Η λέξη signé στο Γαλλικά σημαίνει σημάδι, σημείο, σημάδι, ζώδιο, νόημα, νεύμα, νοηματική γλώσσα, ένδειξη, σύμβολο, ένδειξη, υπογεγραμμένος, σήμα, σημάδι, χειρονομία, σημάδι, στοιχείο, έναυσμα, ένδειξη, ένδειξη, κίνηση, σήμα, οιωνός, υπαινιγμός, σήμα με τον αντίχειρα, ζώδιο, χειρονομία, υπογράφω, υπογράφω, μιλάω τη νοηματική, υπογράφω, υπογράφω, υπογράφω, υπογράφω, υπογράφω, υπογράφω, υπογράφω, κάνω, κούνημα του χεριού, κουνάω το χέρι, χαιρετώ, χαιρετάω, συν, απάντηση, το να γράφω κπ, χαρακτηριστικό, γνώρισμα, κάνω σήμα, σήμα κατατεθέν, νεύμα, Δίδυμοι, κωδική λέξη, ίσον, χειρονομία, μείον, αρνητικός οιωνός, ξεκάθαρο σημάδι, ένδειξη, προειδοποιητικό σήμα, κλινικό σύμπτωμα, εξωτερικό σημάδι, σύμβολο κοινωνικής κατάστασης, σύμβολο κύρους, σημείο στίξης, σύμβολο πολλαπλασιασμού, συν, κάνω σήμα σε ταξί, κάνω νόημα σε κπ για να έρθει, χαιρετάω κι εγώ, χαιρετώ κι εγώ, καλώ, προσκαλώ, καλώ, κάνω σήμα, κάνω νόημα, χαιρετώ, γνέφω, σήμα κατατεθέν, προάγγελος, πρόδρομος, πρόδρομος, προάγγελος, προειδοποιητικό σημάδι, μείον, προάγγελος, πρόδρομος, χαρακτηριστικό, στοιχείο, σήμα, νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω, κάνω κίνηση, ψάχνω, βρίσκω, γνέφω, κάνω σήμα σε κπ, κάνω νόημα σε κπ, κάνω σινιάλο σε κπ, εύσημα, κάνω νόημα σε κπ να κάνει κτ, σταυρός, σταυρός, γνέφω σε κπ να συνεχίσει, γνέφω σε κπ/κτ να σταματήσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης signé
σημάδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Des nuages roses au crépuscule sont souvent signes de vent. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αύριο θα έχει καταιγίδα. |
σημείο(de ponctuation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu dois mettre un signe de ponctuation à la fin de chaque phrase. Πρέπει να χρησιμοποιείς σημεία στίξης στο τέλος κάθε πρότασης. |
σημάδιnom masculin (spirituel, prémonitoire) (με γενική ή ότι θα γίνει κτ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζώδιοnom masculin (astrologique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est quoi ton signe ? Je suis Lion. Τι ζώδιο είσαι; Εγώ είμαι Λέων. |
νόημαnom masculin (de la main) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le signe que Ken nous a fait indiquait qu'il allait bien. |
νεύμαnom masculin (en langue des signes) (λέξη νoηματικής γλώσσας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le signe de la femme sourde indiquait qu'elle conduirait. |
νοηματική γλώσσαnom masculin (langue des signes) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tu sais quel est le signe pour "chat " en langue des signes américaine ? |
ένδειξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il montre des signes de diabète. |
σύμβολοnom masculin (Mathématiques) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Oui, trois cents, mais quel signe ? Plus ou moins ? |
ένδειξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son implication dans le projet est un gage réel de qualité. Η συμμετοχή του στο έργο είναι ένδειξη (or: σημάδι) καλής ποιότητας. |
υπογεγραμμένος(contrat, lettre) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σήμα, σημάδιnom masculin (geste) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le clin d'œil de Frederica était un signe que tout s'était déroulé comme prévu. Το κλείσιμο του ματιού της Φρεντερίκα ήταν ένα σινιάλο ότι όλα είχαν πάει σύμφωνα με το πλάνο. |
χειρονομία(moyen d'exprimer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il leva les mains, signe universel de capitulation. Σήκωσε τα χέρια του κάνοντας τη χειρονομία παράδοσης που είναι κοινή σε όλο τον κόσμο. |
σημάδι, στοιχείοnom masculin (indication) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y avait un signe dans les yeux de Sam qui disait qu'il savait ce dont il parlait. |
έναυσμαnom masculin (qui incite à l'action) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La hausse des prix des denrées alimentaires était un signe qui annonçait une rébellion parmi le peuple. |
ένδειξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A-t-il donné la moindre indication qu'il comptait nous aider ? Έδωσε κάποια ένδειξη ότι είναι πρόθυμος να μας βοηθήσει; |
ένδειξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette éruption cutanée peut être la manifestation de plusieurs problèmes. Αυτή η κοκκινίλα μπορεί να είναι ένδειξη για διάφορα πράγματα. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sans un mot, il a fait un petit mouvement de la tête, l'invitant à se rapprocher. Έκανε ήσυχα μια κίνηση με το κεφάλι του, καλώντας την να πλησιάσει. |
σήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les coureurs attendaient le signal du départ. |
οιωνόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Janice a vu un chat noir ce matin ; elle pense que c'est un bon présage (or: signe). Η Τζάνις είδε μια μαύρη γάτα σήμερα το πρωί. Το θεωρεί καλό οιωνό. |
υπαινιγμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Donald a donné peu d'indices sur ses intentions. |
σήμα με τον αντίχειρα(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai commencé à tiré sur la corde dès que j'ai vu que Lisa m'avait fait signe ok (or: signe que c'était bon). Ξεκίνησα να τραβάω το σκοινί ότι είδα ότι η Λίζα μου έκανε σήμα. |
ζώδιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il croit beaucoup aux affinités entre les gens en fonction de leurs signes astrologiques respectifs. |
χειρονομία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kate appela son amie d'un geste de la main. Η Κέιτ κάλεσε τον φίλο της να πλησιάσει με μια χειρονομία. |
υπογράφω(un document) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a signé le formulaire au bas de la page. Υπέγραψε την αίτηση στο κάτω μέρος. |
υπογράφωverbe intransitif (document) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a signé à l'endroit indiqué. |
μιλάω τη νοηματικήverbe intransitif (en langue des signes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a une sœur qui est sourde, alors elle sait signer. |
υπογράφωverbe transitif (un contrat, un accord,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a fini par signer après avoir délibéré pendant quelques semaines. |
υπογράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vedette de cinéma a signé beaucoup d'autographes ce jour-là. |
υπογράφωverbe transitif (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais signer pour que vous ayez une trace de la livraison. Θα υπογράψω για αυτό για να καταχωρήσετε την παραλαβή. |
υπογράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouverneur a signé le projet de loi et l'a adopté. |
υπογράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπογράφωverbe transitif (καθομ: εγκρίνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπογράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les joueurs ont dédicacé (or: signé) des photos aux fans après leur entraînement. |
κάνω(un accord) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les deux parties ont signé un accord. Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία. |
κούνημα του χεριούnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amanda adressa un signe (or: un geste) de la main à Tim en passant. Η Αμάντα χαιρέτισε τον Τιμ με ένα κούνημα του χεριού καθώς περνούσε. |
κουνάω το χέρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle l'a vu faire un signe de la main du bout de la jetée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Της κουνούσε το χέρι από την άκρη της προβλήτας. |
χαιρετώ, χαιρετάω(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brent a salué ses fils de la main en approchant de la maison. Ο Μπρεντ χαιρέτησε τους γιους του ενώ πλησίαζε το σπίτι. |
συν
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Το συν χρησιμοποιείται για να δείξει πως δυο αριθμοί πρέπει να προσθεθούν. |
απάντηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Την τελευταία φορά που την είδα δεν έδειξε καν να με είδε. |
το να γράφω κπ(anglicisme, familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαρακτηριστικό, γνώρισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle a eu l'honneur d'être leur toute première cliente. Είχε το χαρακτηριστικό ότι ήταν η πρώτη πελάτισσά τους. |
κάνω σήμα(un taxi) (για να σταματήσει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le portier va vous héler un taxi. |
σήμα κατατεθέν(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La marque (or: Le signe distinctif) de Patricia est sa chevelure rousse. |
νεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tom salua l'audience d'un signe de tête. Ο Τομ χαιρέτησε το κοινό με ένα νεύμα. |
Δίδυμοι(αστρολογία: ζώδιο) |
κωδική λέξη(rare) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ίσονnom masculin (Mathématiques) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le professeur de mathématiques a dit à ses élèves d'écrire les réponses après le signe égal. |
χειρονομίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μείονnom masculin (Mathématiques) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Sur un clavier, le signe moins et le trait d'union sont interchangeables. |
αρνητικός οιωνόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ξεκάθαρο σημάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand elle tape du pied, c'est le signe qu'elle est prête à exploser. |
ένδειξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προειδοποιητικό σήμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κλινικό σύμπτωμαnom masculin pluriel |
εξωτερικό σημάδιnom masculin |
σύμβολο κοινωνικής κατάστασης, σύμβολο κύρουςnom masculin (κοινωνική κατάσταση) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σημείο στίξηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σύμβολο πολλαπλασιασμούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συνnom masculin (Maths) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Utilisez un signe plus (or: un plus) entre les nombres que vous additionnez. |
κάνω σήμα σε ταξί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle sortit et héla un taxi. |
κάνω νόημα σε κπ για να έρθει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Matilda tenta de faire signe à son mari qui se tenait à l'autre bout de la pièce. Η Ματίλντα προσπάθησε να κάνει νόημα στον σύζυγό της για να έρθει καθώς στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου. |
χαιρετάω κι εγώ, χαιρετώ κι εγώlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλώ, προσκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous lui avons fait signe de nous rejoindre à notre table. |
καλώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle m'a fait signe d'approcher. |
κάνω σήμα, κάνω νόημα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julie était perdue et n'avait pas de signal sur son portable ; elle a dû faire signe à une voiture qui passait de s'arrêter. |
χαιρετώ, γνέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les spectateurs firent un signe d'adieu de la main au train tandis qu'il quittait la gare. Οι θεατές χαιρέτησαν το τρένο καθώς έφευγε από τον σταθμό. |
σήμα κατατεθέν(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le rire distinctif d'Eugene était son signe caractéristique. Το ιδιαίτερο γέλιο του Γιουτζίν ήταν το σήμα κατατεθέν του. |
προάγγελος, πρόδρομος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πρόδρομος, προάγγελοςnom masculin (ένδειξη, προειδοποίηση, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le ciel qui s'assombrissait était un signe annonciateur de la violente tempête à venir. |
προειδοποιητικό σημάδι
|
μείονnom masculin (μαθηματικό σύμβολο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'élève avait oublié d'écrire un signe moins dans une équation, et toute sa démonstration s'est écroulée comme un château de cartes. |
προάγγελος, πρόδρομοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les rouges-gorges sont un signe avant-coureur fiable du printemps. Οι κοκκινολαίμηδες είναι ένας σίγουρος προάγγελος της άνοιξης. |
χαρακτηριστικό, στοιχείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σήμαnom masculin (για να κάνει κάποιος κάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Όταν η οικοδέσποινα χασμουριέται, είναι σήμα (or: υπαινιγμός) για τους καλεσμένους της να φύγουν. |
νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le Roi fit signe à sa domestique de lui servir à boire. Ο βασιλιάς έκανε νόημα στον υπηρέτη του να του φέρει ένα ποτό. |
γνέφωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sarah a salué son amie d'un signe de tête. Η Σάρα έγνεψε στην φίλη της για να τη χαιρετήσει. |
κάνω κίνησηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Adam ne dit rien, il fit juste un signe. |
ψάχνω, βρίσκωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais-moi signe la prochaine fois que tu passes dans le coin. Πάρε με την επόμενη φορά που θα βρίσκεσαι στην πόλη. |
γνέφω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο Μπεν έδειξε προς τη μεριά της πόρτας. |
κάνω σήμα σε κπ, κάνω νόημα σε κπ, κάνω σινιάλο σε κπ(ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Harry a fait signe à Jasmin qu'il était temps de partir. Ο Χάρυ έκανε νόημα στην Τζάσμιν ότι έπρεπε να φύγουν. |
εύσημα(δίνω: σε κπ) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le signe de tête de l'acteur à son réalisateur, alors qu'il recevait la récompense, était une expression de sa gratitude. Τα εύσημα του ηθοποιού στον σκηνοθέτη του ενώ λάμβανε το βραβείο ήταν μια έκφραση της ευγνωμοσύνης του. |
κάνω νόημα σε κπ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En hochant la tête, le patron fit signe à Frances de continuer son explication. |
σταυρόςnom masculin (κίνηση χεριού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σταυρόςnom masculin (Religion) (κίνηση με το χέρι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fit le signe de croix en pénétrant dans l'église. |
γνέφω σε κπ να συνεχίσειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γνέφω σε κπ/κτ να σταματήσειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του signé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του signé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.