Τι σημαίνει το silent στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης silent στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του silent στο Αγγλικά.

Η λέξη silent στο Αγγλικά σημαίνει ήσυχος, ήσυχος, βουβός, κρυφός, άηχος, βουβός, κάνω ησυχία, δεν μιλάω, δεν αποκαλύπτω κτ, παραμένω σιωπηλός, σιωπηρή δημοπρασία, ταινία βωβού κινηματογράφου, η σιωπηλή γενιά, σιωπηρή υποξία, σιωπηλή πλειοψηφία, σιωπηρή πλειοψηφία, αφανής εταίρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης silent

ήσυχος

adjective (without sound)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The teacher stepped into the silent classroom, impressed by how well behaved the pupils were.
Ο δάσκαλος μπήκε στην ήσυχη τάξη, εντυπωσιασμένος από την τόσο καλή συμπεριφορά των μαθητών.

ήσυχος

adjective (not talking)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Simon asked Helen to tell him the truth, but she was silent.
Ο Σάιμον ζήτησε από την Χέλεν να του πει την αλήθεια, αλλά εκείνη παρέμεινε σιωπηλή.

βουβός

adjective (film: without audible dialogue)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Charlie Chaplin starred in a number of silent films.

κρυφός

adjective (not expressed or spoken)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anne said she didn't mind moving to another town, but her silent wish was to stay in her current home.

άηχος

adjective (letter: not pronounced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The word "hour" in English is written with a silent h.

βουβός

noun (informal (film without soundtrack) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Before the technology existed to add soundtracks, all films were silents.

κάνω ησυχία

(become quiet)

The students fell silent when the teacher entered the classroom.

δεν μιλάω

(not tell secret) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The witness was being blackmailed to keep silent.

δεν αποκαλύπτω κτ

verbal expression (not tell [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pippa kept silent about Amber's involvement in the prank.

παραμένω σιωπηλός

(continue to say nothing)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Gemma remained silent throughout the entire discussion.

σιωπηρή δημοπρασία

noun (sale involving pre-bidding)

ταινία βωβού κινηματογράφου

noun (movie without sound)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The silent movie era was quite short: roughly 1900 to 1930.

η σιωπηλή γενιά

noun (people born 1928-1945)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σιωπηρή υποξία

noun (oxygen deficiency without symptoms)

σιωπηλή πλειοψηφία, σιωπηρή πλειοψηφία

noun (US (supporters of conservative values)

The silent majority has no agenda, no power base, and no direction.

αφανής εταίρος

noun (figurative (business investor with no active role)

Dad's only a silent partner in the business: he never gets involved in decision making.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του silent στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.