Τι σημαίνει το quiet στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quiet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quiet στο Αγγλικά.

Η λέξη quiet στο Αγγλικά σημαίνει ήσυχος, σιγανός, ήσυχος, ήσυχος, ησυχία, πεσμένος, διακριτικός, ήσυχος, ήσυχος, ησυχία, ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ησυχία, ησυχάζω, ησυχάζω, κάνω ησυχία, έχω λιγότερη κίνηση, είμαι ήσυχος, δεν μιλάω, μην μιλάς, τρομακτικά ήσυχος, νεκρική σιγή, κάνω ησυχία, δεν κάνω θόρυβο, κρατάω το στόμα μου κλειστό, κρατάω μυστικό, δεν βγάζω τσιμουδιά, μένω σιωπηλός, κάνω ησυχία, ηρεμία, χρόνος περισυλλογής, νομικώς τακτοποιημένος τίτλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quiet

ήσυχος

adjective (not noisy) (δεν έχει θόρυβο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Libraries are quiet places.
Οι βιβλιοθήκες είναι ήσυχες.

σιγανός

adjective (not loud)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oscar has a quiet voice. I listened to the quiet murmur of the stream in the background.

ήσυχος

adjective (calm, peaceful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I looked for a quiet spot in the park.
Έψαχνα για ένα ήσυχο σημείο στο πάρκο.

ήσυχος

adjective (person: gentle, reserved) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sam is a quiet man.
Ο Σαμ είναι ένας ήσυχος άνθρωπος.

ησυχία

intransitive verb (be quiet)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quiet! People are taking a test.
Ησυχία! Κάποιοι γράφουν εξετάσεις.

πεσμένος

adjective (lacking customers) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Business had been quiet for months.

διακριτικός

adjective (not eye-catching)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She wore a quiet dress to the funeral.

ήσυχος

adjective (hidden)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They found a quiet glade in the forest, and stopped to rest there.

ήσυχος

adjective (enjoyed in peace)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I like a quiet cup of coffee in the morning.

ησυχία

noun (lack of noise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The quiet in the library was relaxing.

ησυχία, ηρεμία, γαλήνη

noun (calm, tranquillity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm looking for some peace and quiet.

ησυχία

noun (lack of disturbances)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mom enjoys the quiet of an empty house.

ησυχάζω

intransitive verb (become quiet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The crowd quieted when the concert began.

ησυχάζω

transitive verb (make quiet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father quieted his baby's crying.

κάνω ησυχία

phrasal verb, intransitive (informal (stop talking so loudly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please quiet down! I can't hear myself think over your chatter.

έχω λιγότερη κίνηση

phrasal verb, intransitive (informal (become less active)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shops always quiet down after the New Year.

είμαι ήσυχος, δεν μιλάω

intransitive verb (stop talking, not speak)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Once they started drawing with their crayons, the children were very quiet.
Τα παιδιά ήταν πολύ ήσυχα μόλις άρχισαν να ζωγραφίζουν με τις κηρομπογιές τους.

μην μιλάς

interjection (stop talking or making a noise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Be quiet! I can't hear what the teacher is saying!
Μην μιλάς! Δεν μπορώ να ακούσω τι λέει ο δάσκαλος!

τρομακτικά ήσυχος

adjective (figurative (eerily calm or silent)

νεκρική σιγή

noun (eerie calm or silence)

κάνω ησυχία, δεν κάνω θόρυβο

transitive verb (prevent from making noise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please try to keep those children quiet - this is a house of prayer, not a playground! LIttle animals keep quiet until their predators are gone.

κρατάω το στόμα μου κλειστό

(person: say nothing) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I really didn't feel like arguing the point with the boss so I just kept quiet.

κρατάω μυστικό, δεν βγάζω τσιμουδιά

(informal (not reveal a secret)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I tell you my secret, can I trust you to keep quiet?

μένω σιωπηλός, κάνω ησυχία

intransitive verb (remain quiet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I really didn't feel like arguing the point with the boss so I just kept quiet.

ηρεμία

noun (calm, lack of interruptions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρόνος περισυλλογής

noun (period of silent reflection)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νομικώς τακτοποιημένος τίτλος

noun (law: property right)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quiet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του quiet

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.