Τι σημαίνει το when στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης when στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του when στο Αγγλικά.

Η λέξη when στο Αγγλικά σημαίνει πότε, πότε, πότε, πότε, όταν, ενώ, όταν, όταν, πότε, πότε, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, εκείνη την εποχή, τότε, όταν μαθευτεί κτ, αν και εφόσον, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, ενημερώνω, πληροφορώ, όποτε και αν, όποτε και να, μόνο αν είναι απαραίτητο, Από πότε;, από πότε, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, πότε άλλοτε, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά, όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης when

πότε

adverb (at what time?)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When did she leave work? At three o'clock?
Πότε έφυγε από τη δουλειά; Στις τρεις;

πότε

adverb (at which time?)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When did she leave? Was it at four or five PM?
Πότε έφυγε; Στις τέσσερις ή στις πέντε;

πότε

adverb (how soon?)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When can you leave?
Πότε μπορείς να φύγεις;

πότε

adverb (how long ago?)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When did she leave? Twenty minutes ago?
Πότε έφυγε; Πριν από είκοσι λεπτά;

όταν

conjunction (if)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
When it rains, all traffic stops.
Όταν βρέχει, η κυκλοφορία σταματάει.

ενώ

conjunction (whereas)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
What are you doing in Madrid when you are supposed to be in Paris?
Τι κάνεις στη Μαδρίτη όταν υποτίθεται ότι είσαι στο Παρίσι;

όταν

conjunction (at the point in time that)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
This was all happening when he suddenly arrived home.
Όλα αυτά συνέβαιναν, όταν ξαφνικά γύρισε σπίτι.

όταν

conjunction (at a time in the past)

I started playing tennis when I was nine years old.

πότε

noun (a particular time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We've decided the where of the meeting and need to tie down the when.

πότε

pronoun (what date)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Since when is nudity permitted in court?

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

adverb (during that period)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the time when dinosaurs roamed the Earth, there was no human life.

εκείνη την εποχή, τότε

adverb (at a time in the past when)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Back when I was a boy, there was no such thing as Nintendo Wii.

όταν μαθευτεί κτ

expression (slang, vulgar (disturbing facts: become public)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αν και εφόσον

expression (possibly in the future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (formal (with clause: ask) (αν/εάν/πότε/πώς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred inquired whether Larry had time to help him move this weekend. Lucie enquired when the next train for King's Cross departed.
Ο Φρεντ ρώτησε αν ο Λάρυ είχε χρόνο να τον βοηθήσει να μετακομίσει το σαββατοκύριακο. Η Λούσι ρώτησε πότε φεύγει το επόμενο τραίνο για Κινγκ Τζορτζ Κρος.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (formal (with clause: ask)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I am writing to to inquire as to whether your company has any vacancies.

ενημερώνω, πληροφορώ

transitive verb (with clause: inform [sb]) (κπ ότι/πως, κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate had instructed the authorities where she had last seen her car.

όποτε και αν, όποτε και να

expression (with clause: regardless of when)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No matter when I go, there always seems to be a long queue.

μόνο αν είναι απαραίτητο

adverb (strictly as required)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You must take the pain killers only when necessary.

Από πότε;

interjection (informal (for how long?)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ned and Ellie are going out? Since when?

από πότε

expression (informal (how long ...?)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since when have you been in charge? Stop telling me what to do!

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

adverb (informal (ultimately)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When all's said and done, you've no right to an opinion on this.

πότε άλλοτε

adverb (at another time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If not now, when else?
Αν όχι τώρα, πότε άλλοτε;

σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά

expression (with regard to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I love to read, but I have trouble when it comes to studying science.
Μου αρέσει να διαβάζω, αλλά έχω πρόβλημα όσον αφορά τη μελέτη της φυσικής.

όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι

expression (when things become difficult) (μεταφορικά)

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

adverb (informal, figurative (ultimately)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the chips are down, are you brave enough to keep going?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του when στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του when

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.