Τι σημαίνει το still στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης still στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του still στο Αγγλικά.

Η λέξη still στο Αγγλικά σημαίνει ακόμα, ακόμα, παρόλο, ακίνητος, στάσιμος, ήσυχος, χωρίς ανθρακικό, ήσυχος, ήσυχος, σιωπηλός, βουβός, ήσυχος, γαλήνιος, του στιγμιότυπου, ησυχία, γαλήνη, ηρεμία, καρέ, αποστακτήρας, ακινητοποιώ, αφήνω άφωνο, ηρεμώ, ησυχάζω, και πάλι, είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα, κάθομαι ακίνητος, κρατάω κπ/κτ ακίνητο, είμαι ξαπλωμένος ακίνητος, συσκευή απόσταξης, μένω ακίνητος, μένω στάσιμος, μένω ακίνητος, σταθερή εικόνα, στατική εικόνα, νεκρή φύση, νεκρή φύση, ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο, στατική φωτογραφία, ακόμα εδώ, μεταλλικό νερό, έργο νεκρής φύσης, έργο νεκρής φύσης, ακίνητος, ακόμη χειρότερα, ακόμη χειρότερος, ωστόσο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης still

ακόμα

adverb (as before)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He hadn't eaten breakfast, but he was still not hungry.
Παρόλο που (or: Αν και) δεν είχε φάει πρωινό, δεν πεινούσε.

ακόμα

adverb (with a negative (yet, even now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I can't talk to him; we still haven't been introduced.
Δεν μπορώ να του μιλήσω. Δεν έχουμε συστηθεί ακόμα.

παρόλο

adverb (even so)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
He hadn't eaten breakfast; still he was not hungry.
Δεν είχε φάει πρωινό, αλλά παρόλα αυτά δεν πεινούσε.

ακίνητος, στάσιμος

adjective (motionless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The still water of the lake was beautiful.
Το ακίνητο νερό της λίμνης ήταν όμορφο.

ήσυχος

adjective (calm, silent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The woods were completely still with not a sound to be heard.
Το δάσος ήταν τελείως ήσυχο, δεν ακουγόταν όυτε ένα ήχος.

χωρίς ανθρακικό

adjective (drink: not fizzy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please bring me some still water.
Σε παρακαλώ φέρε μου νερό χωρίς ανθρακικό.

ήσυχος

adjective (at rest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The children were at last still and slept quietly in their beds. The still sleepers snored gently.

ήσυχος

adjective (silent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a very still night and not a sound could be heard.

σιωπηλός, βουβός

adjective (hushed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shocked spectators, so loud a moment before, were in a still state after seeing the champion lose.

ήσυχος, γαλήνιος

adjective (water: without waves)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sea looked very still and flat that day.

του στιγμιότυπου

adjective (photography)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The still shot was beautiful.

ησυχία

noun (silence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the still of the night, he took her in his arms.

γαλήνη, ηρεμία

noun (stillness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The still of the morning was beautiful.

καρέ

noun (photography)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The art exhibition displayed some of his stills of birds flying.

αποστακτήρας

noun (alcohol: distilling)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This whiskey still has been used for over 40 years.

ακινητοποιώ

intransitive verb (make motionless)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He stilled the camera before taking the shot.

αφήνω άφωνο

transitive verb (to silence)

He stilled the crowd with his shocking speech.

ηρεμώ, ησυχάζω

transitive verb (to calm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She stilled the excited children with a calming look.

και πάλι

expression (even so)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα

expression (UK, informal (situation may change)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάθομαι ακίνητος

(not move)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The mother told her son to keep still as she tried to cut his hair.

κρατάω κπ/κτ ακίνητο

(hold steady)

You need one person to keep the cat still and another to trim its claws.

είμαι ξαπλωμένος ακίνητος

(lie down motionless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συσκευή απόσταξης

(brewing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μένω ακίνητος

intransitive verb (not move)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stand still or the photo will turn out blurred.

μένω στάσιμος

intransitive verb (figurative (not change, progress)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Time had stood still: my grandparents' house looked exactly as it did when I was a child.

μένω ακίνητος

intransitive verb (remain motionless)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σταθερή εικόνα, στατική εικόνα

noun (static or still-frame picture)

νεκρή φύση

noun (art form) (ζωγραφική, τέχνη)

This artist specializes in still life, but occasionally does portraits.
Αυτός ο καλλιτέχνης ειδικεύεται στη νεκρή φύση, αλλά μια στο τόσο κάνει και πορτρέτα.

νεκρή φύση

noun (artwork) (ζωγραφική)

I hung a Cezanne print on the wall: a still life of a bowl of apples.
Κρέμασα μια γκραβούρα του Σεζάν: μια νεκρή φύση με ένα μπολ με μήλα.

ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο

adverb (even more, yet more)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sometimes if you tell someone that they cannot have something, they want it still more.

στατική φωτογραφία

noun (art of taking static pictures)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ακόμα εδώ

adjective (having survived or endured)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταλλικό νερό

noun (mineral water without bubbles)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer still water to carbonated.

έργο νεκρής φύσης

noun (art form)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The artist specializes in still-life painting.

έργο νεκρής φύσης

noun (artwork)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Van Gogh did many still-life paintings of flowers.

ακίνητος

adjective (completely unmoving)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακόμη χειρότερα

adverb (even more unfortunately)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ακόμη χειρότερος

adjective (even more unfortunate)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ωστόσο

expression (even so)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Miranda says she eats a gluten-free diet; yet still, I saw her eating a bagel yesterday.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του still στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του still

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.