Τι σημαίνει το sister στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sister στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sister στο Αγγλικά.

Η λέξη sister στο Αγγλικά σημαίνει αδερφή, αδελφή, καλόγρια, μοναχή, αδερφή, αδερφή, φιλενάδα, μέλος, αδερφή, φιλενάδα, αδελφούλα, μεγάλη αδερφή, μεγάλη αδερφή, αδέλφια, αδέρφια, θετή αδερφή,θετή αδελφή, ετεροθαλής αδερφή, μικρή αδερφή, αδερφούλα, μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή, αδελφή πόλη, αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία, αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία, Αδελφές του Ελέους, πλοίο/σκάφος ίδιου τύπου, κουνιάδα, νύφη, αδελφή, αδερφή εξ' αγχιστείας, δίδυμη αδερφή, μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sister

αδερφή, αδελφή

noun (female sibling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My sister lives in the city.
Η αδερφή μου μένει στην πόλη.

καλόγρια, μοναχή

noun (nun)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She is a sister in a Catholic order.

αδερφή

interjection (form of address for nun)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thank you for the bread, Sister. Can I have a word with you, Sister Mary Clarence?

αδερφή

noun (figurative (kinswoman) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're all sisters in this community.

φιλενάδα

noun (figurative (term of address for female friend)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Come here and let me hug you, sister.

μέλος

noun (member of a women's group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our organization has seventy sisters so far.

αδερφή

noun (UK (nurse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sister said I should be able to go home tomorrow.

φιλενάδα

noun (US, slang, figurative (term of address for a woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You got that right, sister.

αδελφούλα

noun (youngest female sibling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was ten when my baby sister was born.

μεγάλη αδερφή

noun (informal (older female sibling)

My big sister is two years older than me.

μεγάλη αδερφή

noun (US, figurative (female mentor) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Freshmen at high school are assigned a big sister to mentor them during their first year.

αδέλφια, αδέρφια

plural noun (male and female siblings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You can tell they're brother and sister; in fact, they both look just like their mother.

θετή αδερφή,θετή αδελφή

noun (temporarily-adopted female sibling)

When I asked my foster sister about her parents, she said they were bad people.

ετεροθαλής αδερφή

noun (female sibling by one parent)

My half-sister's 15 years younger than me.

μικρή αδερφή, αδερφούλα

noun (informal (younger female sibling) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whenever we go out anywhere his kid sister comes along too.

μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή

noun (younger female sibling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My little sister was born three years after me. I have a big brother and a little sister.
Η μικρή αδερφή μου γεννήθηκε τρία χρόνια μετά από μένα. Έχω ένα μεγάλο αδερφό και μια μικρή αδερφή.

αδελφή πόλη

noun (town twinned with another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Our sister city is in Germany.

αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία

noun (associated business)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία

noun (business with same owner as another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Αδελφές του Ελέους

noun (one of a Catholic order of nuns)

πλοίο/σκάφος ίδιου τύπου

noun (vessel of same design)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουνιάδα

noun (spouse's female sibling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My sister-in-law is coming to visit us next week.

νύφη

noun (sibling's wife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My sister-in-law treats my brother as if he was a child.

αδελφή

noun (US, slang (black woman) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδερφή εξ' αγχιστείας

noun (daughter of parent's spouse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cinderella was belittled by her stepsisters.

δίδυμη αδερφή

noun (female sibling from same pregnancy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had a twin sister but sadly she died at birth.

μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή

noun (female sibling born after you)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm going to university next year, but my younger sister is still at primary school.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sister στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.