Τι σημαίνει το full στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης full στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του full στο Αγγλικά.

Η λέξη full στο Αγγλικά σημαίνει γεμάτος, γεμάτος, έχω φουσκώσει με κτ, γεμάτος, ολόκληρος, πλήρης, χορταίνω, μεγάλος, πλούσιος, αμφιθαλής, πλούσιος, γεμάτος, πλούσιος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γεμάτος, κατευθείαν, κατ'ευθείαν, πολύ, στη διαπασών, δυνατά, έντονα, με απόλυτη ισχύ, γρήγορα, γοργά, σβέλτα, μεγάλη ταχύτητα, στη μέγιστη ταχύτητα, με πλήρη ισχύ, όσο το δυνατό πιο γρήγορα, με μέγιστη ταχύτητα, με πολλή ενέργεια, γεμάτος, γεμάτος, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, εντελώς γεμάτος, εντελώς γεμάτος, φίσκα,τίγκα, ενηλικότητα, πλήρης εξουσία, μπάνιο, στην ψηλή σκάλα, στην ψηλή σκάλα, γενειάδα, στη διαπασών, στο έπακρο, πλήρης κάλυψη διαμονής και διατροφής, ολόσωμος, κύκλος που έκλεισε, κύκλος που ολοκληρώθηκε, έγχρωμη εκτύπωση, έγχρωμος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, συγκατάθεση, συναίνεση, εκτενής κάλυψη, μεικτή ασφάλεια, επίσημο ένδυμα, επίσημος, επιχείρηση με πλήρες εργατικό δυναμικό, πλήρες αγγλικό πρωινό, πλήρης έκταση, ολική ισχύ, φουλ, γλωσσική εμβάπτιση, γλωσσική εμβύθιση, πλήρης βύθιση, πλήρης εμβάπτιση, γλωσσικής εμβάπτισης, γλωσσικής εμβύθισης, πλήρες μήκος, μέγιστο φορτίο, πλήρες φορτίο, μέγιστο σκορ, πολλά συγχαρητήρια, πλήρες γεύμα, ακριβής ποσότητα, πλήρης κατανόηση, πλήρες μέλος, τακτικό μέλος, όλο το πακέτο, πανσέληνος, πανσέληνος, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, 100% πληρότητα, 100% πληρότητα, γεμάτος ενέργεια, γεμάτος ενέργεια, ενθουσιώδης, εχθρικός, εχθρικός, διάτρητος, τρύπιος, γεμάτος τρύπες, διάτρητος, τρύπιος, γεμάτος τρύπες, αισιόδοξος, γεμάτος αισιοδοξία, γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια, βαθυστόχαστος, μες την ενέργεια, γεμάτος ζωντάνια, επικίνδυνος, επίφοβος, πολλά υποσχόμενος, ελπιδοφόρος, γεμάτος ζωντάνια, γεμάτος εκπλήξεις, όλο εκπλήξεις, είμαι ψωνισμένος, απόλυτος, που έχει ξεφύγει, ντιπ για ντιπ, μπιτ για μπιτ, όλες οι λεπτομέρειες, συναίνεση, συγκατάβαση, σύνολο δυνατοτήτων, στην υψηλότερη σκάλα, πλήρης εξουσιοδότηση, πλήρης τιμή, τακτικός καθηγητής, τακτική καθηγήτρια, με ανοιχτά πανιά, δυναμικά, ισχυρά, με φόρα, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, πλήρους οθόνης, διάρκεια ποινής, ολόκληρη πρόταση, κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους, full skirt, μεγαλύτερη ταχύτητα, πρόσω ολοταχώς, τελεία, τελεία και παύλα, πλήρης στάση, πλήρης ισχύς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης full

γεμάτος

adjective (filled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This box is full. Can you get me another?
Αυτό το κουτί είναι γεμάτο. Μπορείς να μου φέρεις ένα άλλο;

γεμάτος

adjective (complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My notebook is full. I should get another one.

έχω φουσκώσει με κτ

verbal expression (be filled with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't eat this breakfast cereal: it's full of nuts.

γεμάτος

verbal expression (contain many or much)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I am full of enthusiasm for this project.

ολόκληρος

adjective (entire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She waited a full week before saying no.
Περίμενε μία ολάκερη εβδομάδα πριν να πει όχι.

πλήρης

adjective (maximum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cherry trees are in full bloom.

χορταίνω

adjective (satiated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was full and didn't have room for dessert.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το σκυλάκι μάλλον ήταν χορτάτο γιατί δεν ήθελε να πιει γάλα.

μεγάλος

adjective (ample)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She had a very full bosom.

πλούσιος

adjective (abundant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She had full, thick hair.

αμφιθαλής

adjective (blood lines) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have two full sisters and two half-brothers.

πλούσιος

adjective (music)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The composer uses lots of violins to achieve a full sound.

γεμάτος, πλούσιος

adjective (wine, food)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This red has a full flavour and lots of body.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (baseball: count)

With a full count, he tripled to left.

γεμάτος

adjective (baseball: men on base)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ortiz always seems to go to bat when the bases are full.

κατευθείαν, κατ'ευθείαν

adverb (directly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The car came at us, full on.
Το αυτοκίνητο ήρθε κατευθείαν προς τα πάνω μας.

πολύ

adverb (very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You know full well that he's not coming.

στη διαπασών

adverb (figurative (loudly) (ήχος, μουσική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If you must play your music at full blast, please use headphones.

δυνατά, έντονα, με απόλυτη ισχύ

adverb (forcefully)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I accidentally turned the hose on at full blast and washed away all my seedlings.

γρήγορα, γοργά, σβέλτα

adverb (horse: at top speed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Even at full gallop, the horse could not outrun the train for long.

μεγάλη ταχύτητα

adverb (figurative (very fast) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was talking at full gallop: I couldn't understand most of what she said.

στη μέγιστη ταχύτητα

expression (as fast as possible)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If you run the motor at full speed for more than an hour, there is a danger it will overheat and seize up.

με πλήρη ισχύ

adverb (vehicle: at top speed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όσο το δυνατό πιο γρήγορα

adverb (figurative (person: as fast as possible) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με μέγιστη ταχύτητα

expression (at top speed or power)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The train had been travelling at full tilt when the accident happened.

με πολλή ενέργεια

expression (energetically)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My three-year-old runs around full tilt right before bedtime.

γεμάτος

adjective (informal (completely full)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't fit any more clothes in this suitcase; it's already chock-full!

γεμάτος

(informal (completely full: of people, things)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The room was chock-full of celebrities and reporters.

ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο

verbal expression (figurative (return to original situation) (μεταφορικά: κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Today I'm starting work back at the firm where I had my first job; I feel like my career's come full circle.

εντελώς γεμάτος

adjective (as full as possible)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εντελώς γεμάτος

(packed with [sth/sb]) (με κπ/κτ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The 8 a.m. train was cram-full of commuters.

φίσκα,τίγκα

adjective (informal (full, packed) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The suitcase was crammed full of clothes almost to the point of bursting.

ενηλικότητα

noun (majority, legal age of adulthood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλήρης εξουσία

noun (complete control)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The judged granted him full authority over his father's estate.

μπάνιο

noun (washroom: has bath, shower) (όχι WC)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στην ψηλή σκάλα

noun (headlights: brightest setting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The car coming towards us had its headlights on full beam.

στην ψηλή σκάλα

noun as adjective (headlights: on brightest setting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you use full-beam headlights, you may dazzle other road users.

γενειάδα

noun (hair grown long on chin and cheeks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Santa Claus has a full beard and moustache.

στη διαπασών

expression (as loud as possible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο έπακρο

expression (producing as much power as possible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλήρης κάλυψη διαμονής και διατροφής

noun (accommodation: room and meals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Full board costs less than 50 euro per day. Her university scholarship includes full board.
Η πλήρης κάλυψη διαμονής και διατροφής στοιχίζει λιγότερο από 50 ευρώ τη μέρα. Η υποτροφία της στο πανεπιστήμιο περιλαμβάνει πλήρη κάλυψη διαμονής και διατροφής.

ολόσωμος

adjective (over all the body)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I got a full-body tan at the solarium.

κύκλος που έκλεισε, κύκλος που ολοκληρώθηκε

(to the starting point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έγχρωμη εκτύπωση

noun (printing process) (τυπογραφία)

It's rare to find such an old magazine printed in full colour.

έγχρωμος

adjective (US (printed in colour) (εκτύπωση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Almost all magazines these days are full-color.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (with full range of hues)

συγκατάθεση, συναίνεση

noun (full permission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The marriage has my full consent.

εκτενής κάλυψη

noun (thorough news reporting) (ενημέρωση, δημοσιογραφία)

μεικτή ασφάλεια

noun (comprehensive insurance) (αυτοκίνητο)

Since my car is brand new, and expensive, I decided to pay for full coverage auto insurance, to protect me no matter what happens.

επίσημο ένδυμα

noun (formal, ceremonial clothing)

επίσημος

noun as adjective (clothing: formal, ceremonial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The police officers attended the parade in full dress uniform.

επιχείρηση με πλήρες εργατικό δυναμικό

noun (all of workforce is employed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Full employment is a goal of every administration.

πλήρες αγγλικό πρωινό

noun (morning meal of eggs, bacon, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Not many families eat a full English breakfast any more.

πλήρης έκταση

noun (total reach or degree of [sth])

The full extent of the disaster is still not clear.

ολική ισχύ

noun (maximum power)

φουλ

noun (poker: 3 of a kind and a pair)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γλωσσική εμβάπτιση, γλωσσική εμβύθιση

noun (intensive language learning) (είδος διδασκαλίας)

πλήρης βύθιση, πλήρης εμβάπτιση

noun (complete submersion in liquid)

γλωσσικής εμβάπτισης, γλωσσικής εμβύθισης

noun as adjective (language learning: intensive)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
We offer a full-immersion program in Mandarin Chinese.

πλήρες μήκος

noun (length when extended)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The full length of the snake was four feet, six inches.

μέγιστο φορτίο

noun (capacity that is completely filled)

πλήρες φορτίο

noun (largest current motor can handle)

μέγιστο σκορ

plural noun (UK (test: 100%) (σε τεστ)

πολλά συγχαρητήρια

plural noun (UK, figurative (full credit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλήρες γεύμα

noun (meal including main and side dishes)

ακριβής ποσότητα

noun (measured quantity, serving of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I asked for a gallon, and he gave me full measure.

πλήρης κατανόηση

noun (total amount, extent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλήρες μέλος, τακτικό μέλος

noun (with all privileges)

Only full members of the club may vote at General Meetings.

όλο το πακέτο

noun (UK, slang (everything) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wouldn't be eating again all day so, I went for the full monty: sausage, bacon, fried eggs, mushrooms, and tomatoes.

πανσέληνος

noun (moon: fully visible)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The light of the full moon made it easier to travel by night.

πανσέληνος

noun (phase: moon fully visible)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Legend states that werewolves only appear during the full moon.

όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο

noun (first, middle and last names)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You must always give your full name when filling out government forms. Please state your full name to the judge.
Πρέπει πάντα να δίνεις το ονοματεπώνυμό σου όταν συμπληρώνεις αιτήσεις για την κυβέρνηση. Παρακαλώ πείτε το ονοματεπώνυμό σας στον δικαστή.

όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο

noun (complete given and family names)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hispanic cultures use the mother's last name as part of the child's full name.
Οι ισπανόφωνοι πολιτισμοί συμπεριλαμβάνουν το επίθετο της μητέρας στο ονοματεπώνυμο του παιδιού.

100% πληρότητα

noun (vehicle: every seat is filled)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

100% πληρότητα

noun (building: completely inhabited) (κτίριο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γεμάτος ενέργεια

adjective (UK, figurative, informal (full of energy)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γεμάτος ενέργεια

adjective (lively, energetic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was so full of energy that I could hardly keep up with her.

ενθουσιώδης

adjective (very eager)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's good to see our new recruits so full of enthusiasm.

εχθρικός

adjective (intensely hostile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is so full of hate that it has made her psychotic.

εχθρικός

adjective (intensely hostile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάτρητος, τρύπιος, γεμάτος τρύπες

adjective (literal (perforated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You're not wearing that jumper, it's full of holes.

διάτρητος, τρύπιος, γεμάτος τρύπες

adjective (figurative (easily disproved) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your theory is ridiculous, and it's absolutely full of holes.

αισιόδοξος, γεμάτος αισιοδοξία

adjective (very optimistic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is full of hope that they will discover a cure before it is too late.

γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια

adjective (lively, energetic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's nearly 80 but still full of life and with an eye for the ladies.

βαθυστόχαστος

adjective (deeply symbolic or significant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That song is full of meaning to me.

μες την ενέργεια, γεμάτος ζωντάνια

adjective (figurative, vulgar, slang (person: energetic, lively) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Well, aren't you full of piss and vinegar today! Why so enthusiastic?

επικίνδυνος, επίφοβος

adjective (hazardous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your strategy has the potential to return a large profit but threatens to be full of pitfalls.

πολλά υποσχόμενος

adjective (talented, gifted)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
As a child she was full of promise.

ελπιδοφόρος

adjective (enticing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Life was full of promise for the young man.

γεμάτος ζωντάνια

adjective (eager, full of vitality)

She is a brave little girl, so full of spirit and optimism.

γεμάτος εκπλήξεις, όλο εκπλήξεις

adjective (unpredictable)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

είμαι ψωνισμένος

verbal expression (think too highly of yourself) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

απόλυτος

adjective (intense or intensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει ξεφύγει

adjective (informal (extreme, utter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντιπ για ντιπ, μπιτ για μπιτ

adverb (slang (extremely, completely) (αργκό: εντελώς, απολύτως)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλες οι λεπτομέρειες

plural noun (all the details)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
If you can give me the full particulars, I can help you find what you need.

συναίνεση, συγκατάβαση

noun (complete agreement, total consent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need to obtain full permission from your parents, otherwise you won't be able to go.

σύνολο δυνατοτήτων

noun (what is possible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην υψηλότερη σκάλα

noun (heat, etc.: highest setting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Microwave your soup at full power for 1 minute to re-warm it.

πλήρης εξουσιοδότηση

noun (complete authority)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλήρης τιμή

noun (cost of [sth] undiscounted) (χωρίς έκπτωση)

At holiday time you will have to pay full price for airline tickets.

τακτικός καθηγητής, τακτική καθηγήτρια

noun (university teacher)

με ανοιχτά πανιά

adverb (literal (ship: with all sails up)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The storm passed and they continued at full sail to make up for lost time.

δυναμικά, ισχυρά, με φόρα

adverb (figurative (forcefully)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Now that we have the permits we're going ahead full sail with the project.

πεδίο, φάσμα, πλαίσιο

noun (extent, reach of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The full scope of the crimes they committed in office is finally being revealed.

πεδίο, φάσμα, πλαίσιο

noun (opportunity for full use of powers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Congress used the full scope of its powers to change the law.

πλήρους οθόνης

adjective (filling entire computer monitor) (Η/Υ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

διάρκεια ποινής

noun (duration of a prison term)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He won't have to serve the full sentence: he'll get time off for good behavior.

ολόκληρη πρόταση

noun (complete grammatical structure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A full sentence always contains (or implies) a subject and a verb. A full sentence begins with a capital letter and ends with a period, question mark or exclamation mark.
Μια ολόκληρη πρόταση περιέχει (ή υποδηλώνει) ένα υποκείμενο και ένα ρήμα. Μια ολόκληρη πρόταση αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα και τελειώνει με τελεία, ερωτηματικό ή θαυμαστικό.

κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους

noun (standard size)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
In marketing language, the smallest size is called 'full size'.

full skirt

noun (widely flared skirt) (μόδα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μεγαλύτερη ταχύτητα

noun (highest possible speed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you run the motor at full speed for more than an hour, there is a danger it will overheat and seize up.

πρόσω ολοταχώς

interjection (train: at top speed)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The enemy's approaching from the south – full speed ahead!

τελεία

noun (UK (punctuation mark: period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You should always use a capital letter after a full stop.
Πρέπει πάντα να χρησιμοποιείς κεφαλαίο γράμμα μετά από τελεία.

τελεία και παύλα

noun (UK, informal (period: and that is that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're not doing it. Full stop!
Δεν θα το κάνουμε. Τελεία και παύλα!

πλήρης στάση

noun (complete end of motion)

The police will ticket you for anything less than a full stop at a stop sign.

πλήρης ισχύς

noun (maximum physical power)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του full στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του full

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.