Τι σημαίνει το site στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης site στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του site στο Αγγλικά.

Η λέξη site στο Αγγλικά σημαίνει τοποθεσία, δικτυακός τόπος, ιστότοπος, εργοτάξιο, χωροθετώ, βομβαρδισμένη περιοχή, οικοδομή, οικοδομή, χώρος ταφής, χώρος κατασκήνωσης, εργοτάξιο, ιστοσελίδα γνωριμιών, μνημείο, αρχική σελίδα, ιστοσελίδα, χώρος εξόρυξης, εκτός των εγκαταστάσεων, εκτός εγκαταστάσεων, επί τόπου, στις εγκαταστάσεις, εργοταξιάρχης, σχέδιο, που εξαρτάται από την τοποθεσία, που εξαρτάται από το χώρο, τουριστικό αξιοθέατο, οικισμός με τροχόσπιτα, δικτυακός τόπος, σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδων, χώρος εργασίας, εργοτάξιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης site

τοποθεσία

noun (location with a purpose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The site was used as a camp by many climbers.
Ο χώρος χρησίμευε σαν κατασκήνωση σε πολλούς ορειβάτες.

δικτυακός τόπος, ιστότοπος

noun (website)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This site has been online for six years.
Αυτός ο δικτυακός τόπος (or: ιστότοπος) υπάρχει στο διαδίκτυο εδώ και έξι χρόνια.

εργοτάξιο

noun (location for development)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The construction site had a lot of construction vehicles.
Στο εργοτάξιο βρίσκονταν πολλά κατασκευαστικά οχήματα.

χωροθετώ

transitive verb (locate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We decided to site it twenty miles from here.

βομβαρδισμένη περιοχή

noun (area devastated by explosives)

Hiroshima became one of the most terrible bomb sites history had ever known.

οικοδομή

noun (literal (construction area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Everyone has to report to the office before entering the building site.

οικοδομή

noun (figurative (untidy place) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος ταφής

noun (place [sb] is buried)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χώρος κατασκήνωσης

noun (place for camping)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
We're going back to the same campsite we stayed at last year.

εργοτάξιο

noun (building area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All persons on the construction site are required to wear hard hats.
Όλοι στο εργοτάξιο είναι υποχρεωμένοι να φορούν προστατευτικά κράνη.

ιστοσελίδα γνωριμιών

noun (internet company: finds partners)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μνημείο

noun (place of cultural heritage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχική σελίδα

noun (main web page)

ιστοσελίδα

noun (website, web page)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am putting together an internet site for some African eco-guides so they can market themselves and their services to potential tourists.

χώρος εξόρυξης

noun (location of a mine or pit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτός των εγκαταστάσεων

adverb (away from a given location)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My job involved working off-site four days a week.
Η δουλειά μου περιλάμβανε εργασία εκτός γραφείου τέσσερις μέρες την εβδομάδα.

εκτός εγκαταστάσεων

adjective (not on the premises)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επί τόπου

adverb (on the property, at the site)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My doctor has an x-ray lab on site.

στις εγκαταστάσεις

adjective (on the premises, locally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My office has an on-site gym.

εργοταξιάρχης

noun (supervisor of a building site) (υπεύθυνος εργοταξίου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The Site Manager is responsible for making sure that construction is completed within agreed timelines.

σχέδιο

noun (architectural blueprint) (κτίριο, έργο κλπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που εξαρτάται από την τοποθεσία, που εξαρτάται από το χώρο

adjective (for a particular location)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τουριστικό αξιοθέατο

noun (place visited by holidaymakers)

οικισμός με τροχόσπιτα

noun (mobile home site)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Due to the light weight of trailers, tornadoes often cause the most damage in trailer parks.

δικτυακός τόπος

noun (internet page, pages)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A lot of TV adverts these days invite viewers to visit the company's website.
Σήμερα, πολλές τηλεοπτικές διαφημίσεις καλούν τους τηλεθεατές να επισκεφθούν την ιστοσελίδα της διαφημιζόμενης επιχείρησης.

σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδων

noun ([sb]: creates internet pages)

χώρος εργασίας

noun (place where [sb] works)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εργοτάξιο

noun (construction area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του site στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του site

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.