Τι σημαίνει το sit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sit στο Αγγλικά.

Η λέξη sit στο Αγγλικά σημαίνει κάθομαι, κάθομαι, βρίσκομαι, κάθομαι, κάθομαι, βρίσκομαι, ποζάρω, συνεδριάζω, προσέχω, κρατάω, ταιριάζω, βάζω να καθίσει, βάζω να καθίσει, δίνω, τεμπελιάζω, ξαπλώνω, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι, αράζω, τεμπελιάζω, ακουμπάω στην πλάτη του καθίσματος, μένω άπρακτος, κάθομαι, κάθομαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δίνω, ποζάρω, ποζάρω, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, κάνω καθιστική διαμαρτυρία, παρακολουθώ, κάθομαι πάνω σε, δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω, παραμένω αμέτοχος, υπομένω, υπομένω, σηκώνομαι πάνω, εγείρομαι, ανακάθομαι, εντείνω την προσοχή μου, προσέχω μωρό, κρατώ μωρό, προσέχω, προσέχω τη γάτα κπ, προσέχω τον σκύλο κπ, προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει, κάθομαι στο τραπέζι, κάθομαι στο τραπέζι συναλλαγών/διαπραγματεύσεων, υπομένω/αντέχω κάτι, κάνω κουράγιο, παραμένω αμέτοχος, είμαι αναποφάσιστος, περιμένω, κοιλιακοί, μου αρέσει, ξεκούραση, ανάπαυση, καθιστός, εστιατόριο που διαθέτει χώρο στον οποίο οι πελάτες μπορούν να καθίσουν να φάνε, καθιστό δείπνο, καθιστό γεύμα, καθιστική διαμαρτυρία, κοιλιακοί, αναλαμβάνω θητεία ως δικαστής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sit

κάθομαι

intransitive verb (sit down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Come and sit next to me.
Έλα να καθήσεις δίπλα μου.

κάθομαι

intransitive verb (be seated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tell me where you'll be sitting so that I can find you easily.
Πες μου πού θα κάθεσαι για να σε βρω εύκολα.

βρίσκομαι

intransitive verb (be placed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The glass is sitting on the table.
Το ποτήρι είναι πάνω στο τραπέζι.

κάθομαι

intransitive verb (do nothing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't just sit there and pout.

κάθομαι

intransitive verb (perch)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hummingbird sat on a branch.

βρίσκομαι

intransitive verb (lie, be situated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
London sits on the River Thames.

ποζάρω

intransitive verb (pose)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen is going to sit for a picture.

συνεδριάζω

intransitive verb (be in session)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Parliament is sitting now.

προσέχω, κρατάω

intransitive verb (informal (baby-sit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mr. and Mrs. Brown asked Julie to sit for their son.

ταιριάζω

intransitive verb (clothing: fit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That coat sits very well on you.
Το παλτό κάθεται πολύ καλά πάνω σου.

βάζω να καθίσει

transitive verb (cause to sit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She sat her baby in his high chair so that she could prepare the lunch.

βάζω να καθίσει

transitive verb (seat, provide seating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The usher sat us in the front row.

δίνω

transitive verb (UK (take: an exam) (μεταφορικά: εξετάσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sitting my proficiency exam next week.

τεμπελιάζω

phrasal verb, intransitive (be idle, lounge about)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαπλώνω, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι, αράζω

phrasal verb, intransitive (figurative (relax, rest)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You just sit back and let me do the cooking.
Εσύ απλά χαλάρωσε και άσε το μαγείρεμα σε μένα.

τεμπελιάζω

phrasal verb, intransitive (figurative (do nothing, be idle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I refuse to sit back and let this happen.

ακουμπάω στην πλάτη του καθίσματος

phrasal verb, intransitive (lean backwards in one's seat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μένω άπρακτος

phrasal verb, intransitive (do nothing, fail to act)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't just sit by and let that happen.

κάθομαι

phrasal verb, intransitive (seat yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She asked me to sit down beside her.
Μου ζήτησε να καθίσω δίπλα της.

κάθομαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων

(figurative (enter negotiations with) (μεταφορικά ή κυριολεκτικά: με κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In 1993 the Israelis sat down with the PLO in Oslo; the treaty was signed in Washington.

δίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (take: an exam)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sitting for my A-level exams next month.

ποζάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (pose for: an artist) (για κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My great-great-grandmother sat for several Impressionist painters.

ποζάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (pose for: photograph, portrait) (για κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the family sat for a formal photo, it was impossible to get all five children to keep still.

παρίσταμαι, παρευρίσκομαι

phrasal verb, intransitive (attend as an observer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I could not participate, but I was able to sit in as a silent observer.

κάνω καθιστική διαμαρτυρία

phrasal verb, intransitive (US (occupy a place in political protest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To protest the changes, the students will sit in at the administration building today.

παρακολουθώ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (observe, be present at) (χωρίς συμμετοχή: κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was allowed to sit in on the meetings, but with neither voice nor vote. You may sit in on university courses if you pay an auditor's fee.

κάθομαι πάνω σε

phrasal verb, transitive, inseparable (seat oneself on) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (keep silent about, not divulge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My conscience will not let me sit on this crime.
Η συνείδησή μου δεν με αφήνει να μην αποκαλύψω αυτό το έγκλημα.

παραμένω αμέτοχος

phrasal verb, transitive, separable (not take part in)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He sat out that game but will play the next one.

υπομένω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (endure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπομένω

phrasal verb, transitive, inseparable (endure the whole of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνομαι πάνω, εγείρομαι, ανακάθομαι

phrasal verb, intransitive (rise into seated position) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When her mother entered the room, the girl sat up.
Το κορίτσι ανακάθησε όταν μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα του.

εντείνω την προσοχή μου

phrasal verb, intransitive (figurative (become alert) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The announcement made me sit up and take notice.

προσέχω μωρό, κρατώ μωρό

intransitive verb (watch over [sb] else's child)

When I was a teenager, I used to babysit to make some money. Paul and I are going out to dinner tonight, so we've asked the children's auntie to babysit.
Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα.

προσέχω

transitive verb (watch over: [sb] else's child) (μωρό ή παιδί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I asked my mother to babysit Tom for me so that I could work an extra shift.

προσέχω τη γάτα κπ

intransitive verb (mind [sb] else's pet cat) (συνήθως όσο λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσέχω τον σκύλο κπ

intransitive verb (mind [sb] else's pet dog)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει

transitive verb (mind [sb]'s home in their absence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάθομαι στο τραπέζι

verbal expression (take a seat at mealtime) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dinner's almost ready – will you all please come and sit down at the table.

κάθομαι στο τραπέζι συναλλαγών/διαπραγματεύσεων

verbal expression (figurative (enter negotiations) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We will sit down at the table later in the week to discuss terms.

υπομένω/αντέχω κάτι, κάνω κουράγιο

verbal expression (informal (endure [sth]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're just going to have to sit it out, no matter how much you dislike it.

παραμένω αμέτοχος

verbal expression (US, informal (not participate) (ΗΠΑ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm tired so I'm going to sit this dance out.

είμαι αναποφάσιστος

verbal expression (figurative (be undecided)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

περιμένω

verbal expression (wait for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιλιακοί

noun (type of physical exercise)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We had to do fifty sit-ups every afternoon during our training.
Έπρεπε να κάνουμε πενήντα κοιλιακούς κάθε απόγευμα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής μας.

μου αρέσει

verbal expression (colloquial (be accepted)

This situation doesn't sit well with me.
Αυτή η κατάσταση δεν μου κάθεται καλά.

ξεκούραση, ανάπαυση

noun (UK, informal (rest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm worn out after mowing the lawn; I think I'll have a sit-down before I start making dinner.

καθιστός

adjective (meal: eaten sitting down)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Audrey always tries to have a proper sit-down lunch, instead of just grabbing a sandwich and eating it standing by the kitchen counter.

εστιατόριο που διαθέτει χώρο στον οποίο οι πελάτες μπορούν να καθίσουν να φάνε

adjective (restaurant: dine-in)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'm tired of being on the road; let's stop at a sit-down restaurant instead of going to a drive-through.

καθιστό δείπνο, καθιστό γεύμα

noun (formal meal) (όχι μπουφές)

καθιστική διαμαρτυρία

noun (occupying a place in protest)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The students staged a sit-in to protest about the increase in tuition fees. There were sit-ins at several universities to protest the Vietnam War.

κοιλιακοί

plural noun (abdominal exercise)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She improved her stomach muscles by doing a hundred sit-ups every morning.

αναλαμβάνω θητεία ως δικαστής

verbal expression (judge, magistrate: serve in court)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.