Τι σημαίνει το soda στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soda στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soda στο Αγγλικά.

Η λέξη soda στο Αγγλικά σημαίνει σόδα, αναψυκτικό, σόδα, σόδα, διττανθρακικό νάτριο, διττανθρακικό νάτριο, καυστική σόδα, σόδα, ανθρακούχο αναψυκτικό, συχνά με γεύση βανίλια, ανθρακικό νάτριο, ψωμί σόδας, ψωμί με σόδα, πάγκος αναψυκτικών, μηχανή αναψυκτικών, αναψυκτικό, ανθρακούχο νερό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soda

σόδα

noun (carbonated water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daisy added some soda to her whisky.
Η Νταίζη έβαλε λίγη σόδα στο ουίσκι της.

αναψυκτικό

noun (carbonated beverage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The adults had wine and the kids had sodas with the meal. A lot of fizzy drinks contain artificial sweeteners.
Οι μεγάλοι ήπιαν κρασί και τα παιδιά αναψυκτικά με το φαγητό. Πολλά αναψυκτικά περιέχουν τεχνητά γλυκαντικά.

σόδα

noun (alkaline substance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The botanist determined that the plant contained soda.

σόδα

noun (informal, abbreviation (bicarbonate of soda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διττανθρακικό νάτριο

noun (powder used in baking) (επίσημο)

Bicarbonate of soda is the raising agent used in soda bread.

διττανθρακικό νάτριο

noun (effervescent chemical compound) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bicarbonate of soda will foam and hiss when mixed with vinegar.
Το διττανθρακικό νάτριο αφρίζει και κάνει ένα συριγμό όταν αναμειχθεί με ξύδι.

καυστική σόδα

(chemistry)

σόδα

noun (US (carbonated water, soda water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If the cocktail is too strong for you, I can dilute it with club soda.

ανθρακούχο αναψυκτικό, συχνά με γεύση βανίλια

noun (vanilla-flavored fizzy drink)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I prefer root beer to cream soda, as I'm not fond of the flavor of vanilla.

ανθρακικό νάτριο

noun (chemistry)

ψωμί σόδας, ψωμί με σόδα

noun (type of bread)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Soda bread is a traditional Irish bread and is made with bicarbonate of soda instead of yeast.

πάγκος αναψυκτικών

noun (US (drink café)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μηχανή αναψυκτικών

noun (US (carbonated drink dispenser)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναψυκτικό

noun (carbonated drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I think I'll settle for just a hamburger and a soda pop for lunch.

ανθρακούχο νερό

noun (drink: fizzy water)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Would you like soda water in your whisky? Soda water instead of milk in the recipe will make your pancakes light and fluffy.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soda στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του soda

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.