Τι σημαίνει το pop στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pop στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pop στο Αγγλικά.

Η λέξη pop στο Αγγλικά σημαίνει μπαμ, σκάω, κρότος, ποπ, ποπ, ποπ, κρότος, αναψυκτικό, πατέρας, σκάω, πυροβολώ, περνάω, περνώ, εμφανίζομαι, πετάγομαι, βγάζω, πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω, πετάγομαι, πετάγομαι, ρίχνω κάτι πάνω μου, φεύγω ξαφνικά, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ξεσπάω, ξεσπώ, πετάγομαι, προβάλλω, ξεπροβάλλω, πετάγομαι, ξεπετάγομαι, πετάγομαι, προκύπτω, το κομμάτι, το καθένα, cake pop, γρανίτα, K-pop, pop art, ποπ αρτ, λαϊκός καλλιτέχνης, κουτάκι αναψυκτικού, charts ποπ μουσικής, pop charts, συναυλία, ποπ κουλτούρα, βάζω, μηχάνημα, λαϊκή μουσική, απροειδοποίητο τεστ, τραγουδιστής ποπ, δαχτυλίδι αναψυκτικού, κάνω πρόταση γάμου, άνοιγμα, αναδυόμενο παράθυρο, αναδυόμενο παράθυρο, τρισδιάστατος, τρισδιάστατο βιβλίο, γουρλομάτης, με γουρλωμένα μάτια, όπλο παιχνίδι, αναψυκτικό, κοινή γνώμη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pop

μπαμ

noun (sound: burst) (ήχος, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
There was a loud pop when the balloon burst.
Ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ όταν έσκασε το μπαλόνι.

σκάω

intransitive verb (burst)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soap bubble popped after a few seconds.
Η σαπουνόφουσκα έσκασε μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

κρότος

noun (sound: cork)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pop of a champagne cork is a sound associated with celebrations.
Το μπαμ του φελλού της σαμπάνιας είναι ένα ήχος συνδεδεμένος με εορτασμούς.

ποπ

noun (popular music)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Do you prefer classical music, rock or pop?
Προτιμάς κλασική, ροκ ή ποπ μουσική;

ποπ

adjective (abbreviation (culture, etc.: popular)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
While some follow pop culture, others prefer alternative lifestyles.

ποπ

adjective (abbreviation (music: popular)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Britney Spears is a pop singer.

κρότος

noun (sound of a firearm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The soldier heard the pop of an enemy gun.

αναψυκτικό

noun (fizzy drink)

Would your little girl like some pop to drink?

πατέρας

noun (US, informal (father)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My pop's a good man.

σκάω

intransitive verb (make explosive sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bubbles of lava popped and gave off a smell of sulphur.

πυροβολώ

intransitive verb (shoot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had a fleeting glimpse of the target so I popped off a few shots.
Είδα στα πεταχτά το στόχο και έριξα μερικές βολές.

περνάω, περνώ

intransitive verb (informal (visit) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll just pop in and see my neighbour.

εμφανίζομαι

intransitive verb (informal (appear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you press this button the picture should pop up on the screen.
Αν πιέσεις αυτό το πλήκτρο πρέπει να εμφανιστεί η εικόνα στην οθόνη σου.

πετάγομαι

intransitive verb (eyes: protrude) (για μάτια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The spectators' eyes popped in amazement at the magician's skilful trick.

βγάζω

transitive verb (take out: a cork)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He knows how to pop the cork of a champagne bottle without spilling any of it.

πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (shoot at, try to hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ralph used to spend a lot of time popping at bottles with a slingshot.

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (informal (make brief, casual visit) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I just thought I'd pop in and say hello! Whenever you're in the neighborhood, you're welcome to pop in.
Απλά σκέφτηκα να πεταχτώ και να σας χαιρετήσω! Όποτε βρεθείς στη γειτονιά, είσαι ευπρόσδεκτος να περάσεις.

πετάγομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (enter quickly or in passing) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll be just a moment. I just need to pop into the pharmacy to pick up my prescription.

ρίχνω κάτι πάνω μου

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (put on quickly: clothes) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φεύγω ξαφνικά

phrasal verb, intransitive (informal (go suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Popping off in the middle of a conversation is something he does all the time.
Να φεύγει ξαφνικά στο μέσο μιας συζήτησης είναι κάτι που κάνει όλη την ώρα.

τα κακαρώνω, τα τινάζω

phrasal verb, intransitive (informal, euphemism (die) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I die, I hope to pop off peacefully in my sleep at a very old age.

ξεσπάω, ξεσπώ

phrasal verb, intransitive (speak thoughtlessly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He couldn't keep himself from popping off to his boss, and was finally fired.

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (informal (go out briefly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm just popping out to the shops, I will be back in 10 minutes.
Πετάγομαι για λίγο στα μαγαζιά, θα επιστρέψω σε 10 λεπτά.

προβάλλω, ξεπροβάλλω

phrasal verb, intransitive (informal (protrude or bulge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His stomach was popping out of his shirt - the buttons had come undone. The boy was so surprised that his eyes were popping out of his head.
Η κοιλιά του ξεπρόβαλε από την μπλούζα του, τα κουμπιά είχαν ανοίξει.

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (informal (make quick or impromptu visit) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll be in in this afternoon if you want to pop over for a quick chat. I think I'll pop over to my neighbor's house and borrow a cup of sugar.
Νομίζω θα πεταχτώ στου γείτονα το σπίτι και θα δανειστώ μια κούπα ζάχαρη.

ξεπετάγομαι, πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (informal (spring up suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lots of second-hand shops have suddenly started to pop up in my town.
Πολλά μαγαζιά με μεταχειρισμένα έχουν ξαφνικά αρχίσει να ξεπετάγονται στην πόλη μου.

προκύπτω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (emerge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You never know what's going to pop up when you're talking to crazy Fred.
Ποτέ δεν ξέρεις τι θα προκύψει όταν μιλάς στον τρελο-Φρεντ.

το κομμάτι, το καθένα

adverb (informal (each, apiece)

I can't afford to keep buying that wine at twenty bucks a pop!

cake pop

noun (US (lollipop-shaped cake)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γρανίτα

noun (frozen dessert)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She liked the peach ice pops best.
Πιο πολύ της άρεσε η γρανίτα ροδάκινο.

K-pop

noun (Korean pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

pop art, ποπ αρτ

noun (1950s modern art movement)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Andy Warhol's painting of a soup can is the best-known work of pop art.

λαϊκός καλλιτέχνης

noun (abbr (musician or singer of pop music)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Who's your favourite pop artist? Peter Blake was seen as a leading member of the pop artist movement.

κουτάκι αναψυκτικού

noun (US, regional (soda can, fizzy drink tin)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The aluminum recycling facility pays thirty cents a pound for used pop cans.

charts ποπ μουσικής, pop charts

plural noun (hit parade of most popular songs)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συναυλία

noun (abbr (live performance of pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm going to a pop concert on Saturday.

ποπ κουλτούρα

noun (abbr (popular culture)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Beatles were icons of pop culture in the 1960s.

βάζω

(informal (insert, put inside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just pop that soup in the microwave and cook it for a couple of minutes.
Βάλε απλά τη σούπα στο φούρνο μικροκυμάτων και βράσε τη για ένα δυο λεπτά.

μηχάνημα

noun (fizzy drinks vending machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That darned pop machine ate my dollar and didn't give me my can of soda.

λαϊκή μουσική

noun (colloquial, abbreviation (popular music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prefer pop music to classical music.

απροειδοποίητο τεστ

noun (mainly US (impromptu test)

If I had done my homework I might not have failed the pop quiz today.

τραγουδιστής ποπ

noun (abbr ([sb] who sings popular music)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Thousands gathered at the stadium to see the pop singer perform.

δαχτυλίδι αναψυκτικού

noun (ring-pull on a beverage can)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάνω πρόταση γάμου

verbal expression (slang (propose marriage to [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When will he ever pop the question? They've been dating for so long.

άνοιγμα

noun (opening in a chicken coop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναδυόμενο παράθυρο

noun (internet advertisement)

αναδυόμενο παράθυρο

noun (internet window)

A pop-up appeared asking me to enter my password.

τρισδιάστατος

adjective (book, card: opens in 3D)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My young daughter loves pop-up books of classic fairy tales.

τρισδιάστατο βιβλίο

noun (book: illustrations open out)

γουρλομάτης

adjective (with prominent eyes) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με γουρλωμένα μάτια

adjective (astonished, terrified)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όπλο παιχνίδι

noun (toy rifle) (εκτοξεύει φελλό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αναψυκτικό

noun (carbonated drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I think I'll settle for just a hamburger and a soda pop for lunch.

κοινή γνώμη

noun (abbr (public opinion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pop στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pop

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.