Τι σημαίνει το society στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης society στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του society στο Αγγλικά.

Η λέξη society στο Αγγλικά σημαίνει κοινωνία, σύλλογος, σωματείο, κοινότητα, κοινωνία, παρέα, συντροφιά, υψηλή κοινωνία, κοσμικός, Εθνικός Σύνδεσμος Οντιμπόν, κοινωνία των πολιτών, καταναλωτική κοινωνία, κατακάθι, κοινωνικός ιστός, αδελφότητα, υψηλή κοινωνία, της υψηλής κοινωνίας, φοιτητικός όμιλος αριστούχων, ανθρωπιστικός οργανισμός, δικηγορικός σύλλογος, κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας, μέλος της κοινωνίας, μέλος της κοινότητας, απειλή για την κοινωνία, αλληλασφαλιστική εταιρεία, ο καλός κόσμος, μυστική εταιρία, ευρύτερη κοινωνία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης society

κοινωνία

noun (community)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In our society it is impolite to not thank your hosts.
Στην κοινωνία μας είναι αγένεια να μην ευχαριστείς τους οικοδεσπότες σου.

σύλλογος, σωματείο

noun (association, club)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a society of book lovers that meets every Tuesday.
Έχουμε μια ομάδα από λάτρεις των βιβλίων που κάνει συναντήσεις κάθε Τρίτη.

κοινότητα

noun (people living together)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They joined the society of artists living at the commune.

κοινωνία

noun (animal group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A hive of bees provides a good example of an animal society.

παρέα, συντροφιά

noun (formal (companionship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please stay longer, I do enjoy your society.

υψηλή κοινωνία

noun (high society, upper class)

The debutante was presented to society at her sweet sixteen party.

κοσμικός

noun as adjective (relating to high society)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The society ladies wouldn't talk to you if you were not in their group.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι πρέπον για μια κυρία της υψηλής κοινωνίας να βρίζει.

Εθνικός Σύνδεσμος Οντιμπόν

noun (environmental group)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κοινωνία των πολιτών

noun (unofficial institutions of society)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καταναλωτική κοινωνία

noun (materialistic culture)

The United States has been a consumer society for way too long.

κατακάθι

plural noun (figurative (undesirable people) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mrs. Worthington thinks that homeless people are the dregs of society, and she avoids them as much as possible.

κοινωνικός ιστός

noun (figurative (shared moral and cultural values)

Drugs are beginning to tear the fabric of our society apart.

αδελφότητα

noun (fraternity, men's club)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψηλή κοινωνία

noun (social class)

της υψηλής κοινωνίας

adjective (relating to high social classes)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

φοιτητικός όμιλος αριστούχων

noun (US (student society)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανθρωπιστικός οργανισμός

noun (organization against suffering)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The humane society's members protested against the city's policy of trapping and euthanizing stray dogs and cats.

δικηγορικός σύλλογος

noun (association of lawyers)

κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας

noun (people with conventional values)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέλος της κοινωνίας

noun (person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Geraldine's aim in life is to be a useful member of society.

μέλος της κοινότητας

noun (participant in a community)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απειλή για την κοινωνία

noun (law: dangerous person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλληλασφαλιστική εταιρεία

noun (co-operative organization) (οργανισμός)

ο καλός κόσμος

noun (sophisticated company) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Two things should never be discussed in polite society: religion and politics. That child needs to learn some manners; he's not fit for polite society.

μυστική εταιρία

noun (clandestine group)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευρύτερη κοινωνία

noun (world at large, society in general)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του society στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του society

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.