Τι σημαίνει το solide στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης solide στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του solide στο Γαλλικά.
Η λέξη solide στο Γαλλικά σημαίνει στερεός, στέρεος, συμπαγής, στερεό, στέρεος, στέρεος, γερός, σταθερός, αξιόπιστος, βάσιμος, αξιόπιστος, σταθερός, στερεός, καλός, άριστος, γεροδεμένος, στέρεος, σταθερός, γερός, στιβαρός, δομικά γερός, γερός, στέρεος, γερός, σταθερός, δυνατός, ισχυρός, σταθερός, γερός, πειστικός, σταθερός, μεγάλος, πολύς, αδιάσειστος, ακλόνητος, ντόμπρος, με σφιχτή ύφανση, με πυκνή ύφανση, ανθεκτικός, στιβαρός, δυνατός, γερός, ανθεκτικός, σταθερός, στιβαρός, σκληρός, ανθεκτικός, προσκολλημένος, στιβαρός, ακμαίος, εύρωστος, θαλερός, στέρεος, σταθερός, πεισματάρης, ημιστερεός, σκληραίνω, δυναμώμω, ετοιμόρροπος, γερά, σταθερά, ετοιμόρροπος, εύρωστος άντρας, φυσιολογική όρεξη, έχω αποδείξεις, έχω στοιχεία, γνωρίζω κτ καλά, ισχυρής κατασκευής, γερός, επισφαλής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης solide
στερεός, στέρεοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La glace formait une masse solide. Ο πάγος σχημάτισε μια στερεά μάζα. |
συμπαγής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les mineurs ont dû arrêter de creuser le puits lorsqu'ils ont frappé de la roche solide. Οι ανθρακωρύχοι έπρεπε να σταματήσουν να σκάβουν το φρεάτιο όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με συμπαγή βράχο. |
στερεόnom masculin Le bois est un solide. Το ξύλο είναι στερεό. |
στέρεοςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La journaliste a bien fait ses recherches et l'article se base sur des faits solides. |
στέρεος, γερός, σταθερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La bibliothèque est une pièce solide de mobilier. |
αξιόπιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu peux compter sur Linda ; elle est solide. |
βάσιμοςadjectif (base, argument) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Céder à la panique ne constitue en rien une base solide en matière de politique gouvernementale. |
αξιόπιστοςadjectif (financièrement) (από οικονομικής άποψης) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une entreprise solide ; vous ne devriez pas avoir peur d'y investir. |
σταθερόςadjectif (relation, mariage) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Charles et Tamsin ont un mariage solide. |
στερεόςadjectif (figure) (γεωμετρία: σώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'enseignante de géométrie a appris à ses élèves la différence entre une figure plane et une figure solide. |
καλός, άριστος(corps, esprit) (υγεία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pour son âge, je le trouve sain de corps et d'esprit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ατύχημα ήταν σοβαρό, αλλά εκείνος βγήκε σώος. |
γεροδεμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στέρεος, σταθερός, γερός, στιβαρόςadjectif (structure) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne peux pas nier que le nouveau quartier général est solide, mais devait-il être si moche ? |
δομικά γερόςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γερός, στέρεοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La charpente du toit est solide. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το τραπέζι έχει πολύ γερή (or: στέρεα) κατασκευή. |
γερόςadjectif (construction) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταθερόςadjectif (fixé) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une ancre solide stabilise le navire dans la tempête. Μια σταθερή άγκυρα θα συγκρατήσει το πλοίο σε περίπτωση ανεμοθύελλας. |
δυνατός, ισχυρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un programme solide sans bugs. Αυτό είναι ένα ισχυρό πρόγραμμα χωρίς σφάλματα. |
σταθερός, γερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hannah s'est assurée que la chaise était solide avant de monter dessus. Malgré cette grosse fissure, le mur est stable. |
πειστικός(figuré : argument,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ton argument est solide. Έχεις ένα ισχυρό (or: πειστικό) επιχείρημα. |
σταθερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne t'inquiète pas au sujet de cette poignée : elle est solide désormais. Μην ανησυχείς για αυτό το χερούλι - είναι σταθερό τώρα. |
μεγάλος, πολύςadjectif (puissant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Comme il avait un solide appétit, il commanda deux steaks. Είχε μεγάλη (or: πολλή) όρεξη και παρήγγειλε δύο μπριζόλες. |
αδιάσειστος, ακλόνητος(preuve, argument) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il existe des preuves solides contre le suspect. |
ντόμπροςadjectif (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με σφιχτή ύφανση, με πυκνή ύφανση(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανθεκτικός, στιβαρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un équipement solide conçu pour résister aux maniements brusques. |
δυνατός(personne) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prétendre à des fonctions officielles nécessite d'être solide (or: robuste, dur, résistant) |
γερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Trevor a trouvé une porte solide qui lui barrait la route ; il ne pouvait pas la casser. |
ανθεκτικός(paix) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Espérons que le traité de paix signé la semaine dernière ait des effets durables. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom s'est assuré que la chaise était stable avant de grimper dessus. Ο Τομ βεβαιώθηκε ότι η καρέκλα είναι σταθερή, πριν ανέβει πάνω της. |
στιβαρός(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Andrew était un jeune homme robuste. Ο Άντριου ήταν ένας γεροδεμένος νεαρός. |
σκληρός(objet : chaussures,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le steak était trop dur. Η μπριζόλα ήταν πολύ σκληρή. |
ανθεκτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσκολλημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le jeune garçon avait une prise ferme sur ma cheville. |
στιβαρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le refuge était robuste (or: solide) et a résisté à la tempête. Το καταφύγιο ήταν γερό και άντεξε στην καταιγίδα. |
ακμαίος, εύρωστος, θαλερός(υγεία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette ascension est réservée aux randonneurs vigoureux qui sont en bonne santé. |
στέρεοςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa résistance inflexible a rendu les compromis impossibles. |
σταθερόςadjectif (sans mouvement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Βάλε άλλο ένα καρφί για να είναι σταθερό. |
πεισματάρηςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ημιστερεόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληραίνω(substance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Battez les blancs d'œufs jusqu'à ce qu'ils deviennent fermes. Χτυπήστε τα ασπράδια των αυγών μέχρι να σφίξουν. |
δυναμώμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le fait de rajouter un enduit protecteur a permis de renforcer le bois. |
ετοιμόρροπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marion est tombée par terre quand la chaise branlante s'est écroulée sous elle. Η Μάριον έπεσε στο πάτωμα όταν έσπασε η ξεχαρβαλωμένη καρέκλα της. |
γερά, σταθερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ετοιμόρροποςlocution adjectivale (objet : meuble...) (καθομιλουμένη: ασταθής) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne monte pas sur cette chaise peu solide ! Utilise plutôt celle-ci, elle est plus solide. Μη στέκεσαι σ' αυτή την ετοιμόρροπη καρέκλα! Χρησιμοποίησε αυτή στη θέση της· είναι πιο σταθερή. |
εύρωστος άντρας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φυσιολογική όρεξηnom masculin |
έχω αποδείξεις, έχω στοιχείαlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Le juge doit décider si l'accusation a un dossier solide. |
γνωρίζω κτ καλά
J'ai une solide connaissance du sujet. |
ισχυρής κατασκευής, γερόςlocution adjectivale (structure) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επισφαλής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του solide στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του solide
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.