Τι σημαίνει το fondre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fondre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fondre στο Γαλλικά.

Η λέξη fondre στο Γαλλικά σημαίνει λιώνω, τήξη, μου κόβονται τα γόνατα, λιώνω, λιώνω, ξεπαγώνω, λιώνω, χύνω, μου κόβονται τα γόνατα, ενώνομαι, λιώνω, συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ, ανακατεύω, αναμειγνύω, ξεσπάω σε κλάμματα, ξεσπάω σε κλάματα, κρύβομαι σε κτ, χιμώ, βουτώ, ενώνομαι, συνενώνομαι, πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ, πηδώ, χάνομαι σε, επιτίθεμαι σε, λιώνω, ταιριάζω, καταρρέω, φθίνω, εξατμίζομαι, εξαφανίζομαι, βουρκώνω, διαλύομαι σε, λιώνω σε, κλαίω γοερά, κρύβομαι ανάμεσα σε κτ, τήκω, ταιριάζω με κτ, συγκολλώ, κλαίω για κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fondre

λιώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La glace a fondu lorsque le soleil est apparu.
Ο πάγος έλιωσε όταν βγήκε ο ήλιος.

τήξη

(neige)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μου κόβονται τα γόνατα

(μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle fond à chaque fois qu'elle le voit.

λιώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Maintenant que le printemps est arrivé, la neige commence à fondre.
Τώρα που ήρθε ο ανοιξιάτικος καιρός, το χιόνι αρχίζει και λιώνει.

λιώνω, ξεπαγώνω

verbe intransitif (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La glace va fondre au fur et à mesure que la température monte.

λιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Randall est un ferronnier qui fond les métaux.

χύνω

verbe transitif (des métaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le métal est fondu dans le fourneau.

μου κόβονται τα γόνατα

(figuré) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα δύο ποτάμια γίνονται ένα στο Βελιγράδι.

λιώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cuisinier a fait fondre le beurre dans la poêle.
Ο μάγειρας έλιωσε το βούτυρο στο τηγάνι.

συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ

(entreprises)

Les quatre syndicats ont fusionné (en un seul, en deux).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτά τα δύο ποτάμια ενώνονται μεταξύ τους σε ένα περίπου είκοσι μίλια από την ακτή.

ανακατεύω, αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσπάω σε κλάμματα

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen a fondu en larmes (or: a éclaté en sanglots quand elle a entendu la triste nouvelle.

ξεσπάω σε κλάματα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle éclata en sanglots (or: fondit en larmes) à l'annonce du décès de son ami.

κρύβομαι σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χιμώ, βουτώ

(oiseau de proie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'aigle fondit sur le lapin.
Ο αετός χίμηξε προς το κουνέλι.

ενώνομαι, συνενώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les ruisseaux se fondaient dans la forêt et devenaient une petite rivière.

πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ

(très rapide)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au signal, les policiers ont fondu sur le suspect pour l'arrêter.

πηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνομαι σε

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Après m'avoir regardé pendant quelques secondes, elle s'est fondue dans la foule et je ne l'ai jamais retrouvée.

επιτίθεμαι σε

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand nous avons refusé de leur donner notre portefeuille, ils se sont jetés sur nous avec des battes de base-ball.
Όταν αρνηθήκαμε να δώσουμε τα πορτοφόλια μας, μας επιτέθηκαν με δύο ρόπαλα του μπέιζμπολ.

λιώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faites fondre la cire et versez-la dans des moules pour en faire de nouvelles bougies.

ταιριάζω

(couleurs)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταρρέω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stella a fondu en larmes (or: a éclaté en sanglots) quand la police l'a informée de l'accident de son mari.
Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της.

φθίνω, εξατμίζομαι, εξαφανίζομαι

verbe intransitif (μεταφορικά, για συναισθήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sa colère a fondu comme neige au soleil devant son sourire magnifique.

βουρκώνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
S'il chante une chanson triste, je sens que je vais fondre en larmes.
Εάν πει ένα στενάχωρο τραγούδι σίγουρα θα βουρκώσω.

διαλύομαι σε, λιώνω σε

(κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Remuez la mixture à feu doux jusqu'à ce que le chocolat fonde dans la crème.

κλαίω γοερά

Quand la dame lui a demandé s'il était perdu, le garçon a commencé à fondre en larmes.

κρύβομαι ανάμεσα σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Νόμιζα ότι χάθηκε ο γάτος μου, αλλά εντέλει είχε κρυφτεί ανάμεσα στα λούτρινα ζωάκια που βρίσκονται στο κρεβάτι της κόρης μου.

τήκω

verbe transitif (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette usine fait fondre de la graisse animale pour en faire du suif.

ταιριάζω με κτ

Son nouveau canapé s'intègre parfaitement au reste de la décoration de son appartement élégant.
Ο νέος της καναπές ταιριάζει άψογα με την υπόλοιπη στυλάτη διακόσμηση στο διαμέρισμά της.

συγκολλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλαίω για κτ/κπ

Rose est une enfant tellement sensible ; elle pleure pour tout et n'importe quoi.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fondre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fondre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.