Τι σημαίνει το soulever στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soulever στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soulever στο Γαλλικά.

Η λέξη soulever στο Γαλλικά σημαίνει σηκώνω, σηκώνω, ανεβάζω, σηκώνω, ανυψώνω, σηκώνω απότομα, σηκώνω, σηκώνω, σηκώνω, παίρνω, σηκώνω, ανεβάζω, σπρώχνω προς τα πάνω, σηκώνω, σήκωμα, κάνω, θέτω, σηκώνω, προκαλώ, επιφέρω, ξεσηκώνω, σηκώνω κτ με δυσκολία, απελευθερώνω, ελευθερώνω, αναφέρω, εξάπτω, διεγείρω, αναφέρω, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, σηκώνω, ανυψώνω, βολή, ρίψη, προκαλώ ναυτία, απωθώ, μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα, θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση, φέρνω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρηση, κάνω βάρη, λέω κάτι, εγείρω δεοντολογικά ζητήματα, εγείρω ζητήματα δεοντολογίας, εγείρω ζητήματα ηθικής, θέτω το ερώτημα, ανυψώνομαι, ξεσηκώνομαι εναντίον κπ/κτ, ασκούμαι, γυμνάζομαι, ανοίγω, ξεκλειδώνω, φέρνω σε κπ αναγούλα, θέτω το ερώτημα, θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα, πετάγομαι, επαναστατώ ενάντια σε κπ/κτ, ξεσηκώνομαι ενάντια σε κπ/κτ, ανυψώνω, φουσκώνω, προκαλώ ταραχές, ανυψώνομαι, κάνω βάρη, ανεβάζω, σηκώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soulever

σηκώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a soulevé le plateau au-dessus des enfants.
Σήκωσε (or: ύψωσε) το δίσκο πάνω από τα παιδιά.

σηκώνω, ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick a soulevé Amy hors de l'eau.
Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό.

σηκώνω, ανυψώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un phénomène sismique a soulevé une section de la vallée.
Η σεισμική δραστηριότητα έχει ανυψώσει ένα τμήμα της κοιλάδας.

σηκώνω απότομα

verbe transitif

σηκώνω

(με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Πήτερ σήκωσε όρθιο τον φίλο του.

σηκώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu soulèves ces caisses et que tu me les donnes, je les mettrai au grenier.
Αν σηκώσεις τα κουτιά και μου τα δώσεις, θα τα βάλω στη σοφίτα.

σηκώνω, παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω, ανεβάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un enfant m'a demandé de le soulever pour qu'il puisse mieux voir la parade.
Ένα πιτσιρίκι μου ζήτησε να το σηκώσω ψηλά για να μπορέσει να δει καλύτερα την παρέλαση.

σπρώχνω προς τα πάνω

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σήκωμα

(un objet lourd)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wow ! Il a réussi à soulever la machine à laver tout seul !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με μια άρση του χεριού ο ηγέτης υπέδειξε ότι ήταν έτοιμος.

κάνω, θέτω

(une question) (ερώτηση, ερώτημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a soulevé une question sur les finances devant le conseil d'administration.

σηκώνω

verbe transitif (με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ouvrier a soulevé la boîte pour la mettre à l'arrière du camion.

προκαλώ, επιφέρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les raisons de la démission du ministre vont certainement soulever un débat.

ξεσηκώνω

verbe transitif (mener)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chef du mouvement a soulevé (or: déclenché) une vague de protestation contre les nouvelles lois.

σηκώνω κτ με δυσκολία

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finalement, John ne pouvait plus se retenir et a déchaîné sa colère, disant à tout le monde dans le bureau exactement ce qu'il pensait d'eux.
Τελικά ο Τζον δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο και εξέφρασε τον θυμό του λέγοντας σε όλους στο γραφείο ακριβώς τι πίστευε για αυτούς.

αναφέρω

(un sujet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου.

εξάπτω, διεγείρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le biopic éveillait un nouvel intérêt pour la vie du peintre.

αναφέρω

(un sujet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω κτ προς τα επάνω

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σηκώνω

verbe transitif (la poussière, la terre,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai couru sur la plage en faisant voler le sable en passant.
Έτρεχα στην παραλία σηκώνοντας άμμο καθώς προχωρούσα.

ανυψώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On a hissé (or: On a soulevé) la voiture pour que le mécanicien puisse travailler en-dessous.
Το αμάξι ανυψώθηκε για να μπορέσει ο μηχανικός να εργαστεί στο κάτω μέρος του.

βολή, ρίψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
George a jeté le rondin.

προκαλώ ναυτία

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pendant ma grossesse, même l'odeur du pain grillé m'écœurait.

απωθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mauvaise odeur du magasin rebute la plupart des clients.
Η μυρωδιά στο μαγαζί απωθεί τους περισσότερους πελάτες.

μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα

(κάτι εμένα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'ai pas pu rester à l'hôpital avec lui parce que la vue du sang me donne envie de vomir (or: me donne la nausée).

θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marc a soulevé une question épineuse durant la réunion et personne n'a voulu y répondre.

φέρνω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρηση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω βάρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je cours et je fais de la musculation quatre fois par semaine.
Τέσσερις φορές την εβδομάδα πάω για τρέξιμο και κάνω βάρη.

λέω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu peux arrêter de m'interrompre ? J'essaie de soulever un point important !
Θα σταματήσεις να με διακόπτεις; Προσπαθώ να πω κάτι!

εγείρω δεοντολογικά ζητήματα, εγείρω ζητήματα δεοντολογίας, εγείρω ζητήματα ηθικής

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le clonage soulève des questions d'ordre éthique.

θέτω το ερώτημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανυψώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσηκώνομαι εναντίον κπ/κτ

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασκούμαι, γυμνάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Θα πάμε στο γυμναστήριο το απόγευμα να γυμναστούμε.

ανοίγω, ξεκλειδώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω σε κπ αναγούλα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέτω το ερώτημα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cette défait soulève la question de la capacité de l'équipe à défendre.
Μετά από αυτή την ήττα τίθεται το ερώτημα αν η ομάδα είναι ικανή να παίξει άμυνα.

θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le rapport a soulevé le problème de la gestion des chômeurs.

πετάγομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le peuple s'est soulevé pour protester contre l'augmentation du prix du pain.
Ο κόσμος πετάχτηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αύξηση της τιμής του ψωμιού.

επαναστατώ ενάντια σε κπ/κτ, ξεσηκώνομαι ενάντια σε κπ/κτ

(peuple)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le peuple oppressé se soulèvera contre son gouvernement autocratique.
Ο καταπιεσμένος λαός θα ξεσηκωθεί ενάντια στην απολυταρχική κυβέρνηση.

ανυψώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φουσκώνω

verbe pronominal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La poitrine de Kim se soulevait de tant d'effort à la fin de la course.
Το στήθος της Κιμ φούσκωσε από την προσπάθεια στο τέλος του αγώνα.

προκαλώ ταραχές

(με αφορμή κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La population manifestait violemment contre la hausse des prix des denrées de base.
Ο πληθυσμός εξεγέρθηκε λόγω των γοργά αυξανόμενων τιμών των βασικών τροφίμων.

ανυψώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'énorme pot en terre cuite de cette plante ne se soulève pas facilement.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Καθώς απογειωνόταν το αεροπλάνο, ένιωσα να ανυψώνομαι.

κάνω βάρη

(figuré) (γυμναστήριο)

ανεβάζω, σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate a mis sa voiture sur cric afin de pouvoir jeter un œil aux plaquettes de frein.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soulever στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.