Τι σημαίνει το souligner στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης souligner στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του souligner στο Γαλλικά.

Η λέξη souligner στο Γαλλικά σημαίνει υπογραμμίζω, υπογραμμίζω, εκθέτω, παρουσιάζω, υπογραμμίζω, επισημαίνω, τονίζω, δίνω έμφαση σε κτ, υπογραμμίζω, τονίζω, εστιάζω, επικεντρώνω, επισημαίνω, παρατηρώ, τονίζω, δείχνω, υποδεικνύω, υπογραμμίζω, τονίζω, τονίζω, υπογραμμίζω, υπερβάλλω, υπογραμμίζω, τονίζω, τονίζω, υπογραμμίζω, ξαναδίνω έμφαση, τονίζω εκ νέου, τονίζω για άλλη μία φορά, τονίζω κτ σε κπ, επισημαίνω κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης souligner

υπογραμμίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bridget a souligné le mot "interdiction" dans la phrase "interdiction d'entrer" pour le mettre en évidence.
Η Μπρίτζετ υπογράμμισε τη λέξη «μην» στην πρόταση «μην εισέρχεστε» για να προσδώσει έμφαση.

υπογραμμίζω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ministre a souligné le fait que le gouvernement avait réduit le chômage.
Ο υπουργός τόνισε το γεγονός ότι η κυβέρνηση είχε μειώσει την ανεργία.

εκθέτω, παρουσιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce t-shirt moulant souligne ses muscles.

υπογραμμίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bridget a souligné le mot « pas » dans « ne pas entrer » pour l'accentuer.
Η Μπρίτζετ υπογράμμισε τη λέξη «μην» στην οδηγία «μην εισέρχεστε» για έμφαση.

επισημαίνω, τονίζω

(δίνω έμφαση σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'institutrice a souligné les efforts de Thibault ces dernières semaines.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπογράμμισε τη σχετική προϋπηρεσία της στη συνέντευξη.

δίνω έμφαση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le professeur a souligné l'importance de bien lire les questions d'examen attentivement.
Ο δάσκαλος έδωσε έμφαση στη σπουδαιότητα της προσεκτικής ανάγνωσης των ερωτήσεων του διαγωνίσματος.

υπογραμμίζω, τονίζω, εστιάζω, επικεντρώνω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισημαίνω, παρατηρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le porte-parole de la Ligue de défense des oiseaux a souligné la nécessité de protéger les milieux humides.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Επισήμανε το λάθος στη μετάφρασή της.

τονίζω

(insister)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons souligné notre désir d'engager un cadre expérimenté.
Τονίσαμε την επιθυμία μας να προσλάβουμε έναν διευθυντή με πολλή εμπειρία.

δείχνω, υποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sondage souligne son manque de popularité.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους.

υπογραμμίζω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ministre a souligné tout le progrès accompli par le gouvernement en matière de réduction du déficit.
Ο υπουργός τόνισε τις προόδους που είχε κάνει η κυβέρνηση στη μείωση του ελλείμματος.

τονίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il souligne le macabre dans ses nouvelles.

τονίζω

(les courbes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette robe va parfaitement souligner vos formes.
Αυτό το φόρεμα θα αναδείξει τέλεια τις καμπύλες σου.

υπογραμμίζω

(με μαρκαδόρο σε κείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle surligna la phrase avec un feutre jaune fluo.
Υπογράμμισε την πρόταση με τον κίτρινο μαρκαδόρο της.

υπερβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cet accord est crucial pour la firme ; je ne soulignerai jamais assez son importance.

υπογραμμίζω, τονίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τονίζω, υπογραμμίζω

(un fait) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il souligna qu'il n'avait pas l'intention de rester travailler ici.
Τόνισε (or: υπογράμμισε) ότι δεν ήθελε να συνεχίσει να εργάζεται εκεί.

ξαναδίνω έμφαση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τονίζω εκ νέου, τονίζω για άλλη μία φορά

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τονίζω κτ σε κπ, επισημαίνω κτ σε κπ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois bien vous faire comprendre le besoin de la discrétion totale. Ken a essayé de bien faire comprendre l'importance du travail acharné à ses enfants.
Πρέπει να σου επισημάνω την ανάγκη για άκρα μυστικότητα. Ο Κεν προσπάθησε να τονίσει τη σημασία της σκληρής εργασίας στα παιδιά του.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του souligner στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.