Τι σημαίνει το soumis στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης soumis στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soumis στο Γαλλικά.
Η λέξη soumis στο Γαλλικά σημαίνει υποβάλλω, προτείνω, υποβολή, υποβολή, καταστέλλω, υποβάλλω, βρίσκομαι υπό, υποτάσσω, υποδουλώνω, σκλαβώνω, υποβάλλω, καταπιέζω, προσκομίζω, κάνω, υποτακτικός, υποτελής, υποτακτικός, υποτελής, υποτακτικός, που δεσμεύεται, υποτακτικός, υποτακτική, που υφίσταται συνεχώς γκρίνια, δουλικός, συγκαταβατικός, χωρίς αντίσταση, παραδίνομαι, υποβάλλομαι σε κτ, συμμορφώνομαι με κτ, ζητάω, ζητώ, υπακούω/τηρώ κανονισμούς, επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ, υποβάλλομαι σε κτ, επανυποβάλλω, υποβάλλω σε, ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι, συμμορφώνομαι, υποβάλλω κπ σε κτ, υποβάλλω κπ σε κτ, ρίχνω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, υποκλίνομαι, υποβάλλω προσφορά, κάνω αλκοτέστ σε κπ, υποτάσσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης soumis
υποβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il soumit le formulaire d'inscription au docteur. Υπέβαλε τη φόρμα εγγραφής στο γιατρό. |
προτείνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai soumis une idée à mon patron. Il a dit qu'il y réfléchirait. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εγώ σας έχω υποβάλει τις προτάσεις μου και αναμένω τις δικές σας ενέργειες. |
υποβολή(Informatique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après avoir rempli le formulaire sur le site Internet, il a cliqué sur le bouton « soumettre ». Αφού συμπλήρωσε τη φόρμα στην ιστοσελίδα πάτησε υποβολή. |
υποβολή(Informatique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταστέλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les troupes ont soumis les forces rebelles dans la région. |
υποβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soumettez votre demande d'admission avant la date limite. Πρέπει να υποβάλεις την αίτησή σου για εισαγωγή πριν τη λήξη της προθεσμίας. |
βρίσκομαι υπόverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le pays a été soumis aux lois des empereurs durant plusieurs siècles. |
υποτάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tyran a soumis le peuple à sa volonté. |
υποδουλώνω, σκλαβώνω(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce jeu vidéo a asservi Andrew, il n'a pas quitté sa chambre depuis des semaines ! |
υποβάλλωverbe transitif (une demande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai soumis ma candidature pour ce poste. Υπέβαλα αίτηση για αυτή τη δουλειά. |
καταπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσκομίζωverbe transitif (une facture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vendeur présente sa facture chaque semaine. |
κάνω(un avis, une proposition) (πρόταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il y a un projet que j'aimerais vous proposer (or: présenter). Θα ήθελα να σου προτείνω κάτι. |
υποτακτικός, υποτελής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne sois pas si soumise avec lui : tu n'es pas son esclave. |
υποτακτικός, υποτελής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chien roula sur le dos dans une position soumise. |
υποτακτικόςadjectif (figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεσμεύεταιadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποτακτικός, υποτακτική(Sexualité) Es-tu un soumis ou un dominant ? Είσαι υποτακτικός ή κυριαρχικός; |
που υφίσταται συνεχώς γκρίνιαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δουλικός(personne, action) (άτομο, ενέργεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne sois pas si soumis, tiens-lui tête de temps en temps. Μην είσαι τόσο δουλικός· όρθωσε του ανάστημα μια στο τόσο. |
συγκαταβατικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς αντίσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραδίνομαι(σε κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Richard a accepté que ce qu'il avait fait été mal et s'est soumis à sa punition sans se plaindre. Ο Ρίτσαρντ παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος αυτό που έκανε και υποτάχθηκε (or: παραδόθηκε) στην τιμωρία του χωρίς παράπονο. |
υποβάλλομαι σε κτ(opération) (εγχείρηση, εξετάσεις) Il va subir un pontage mercredi. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το νέο μοντέλο της εταιρείας δεν υπέστη μεγάλες μηχανικές αλλαγές. |
συμμορφώνομαι με κτ(règlement, clause, disposition) Les avocats doivent respecter strictement les règles de déontologie. Οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας. |
ζητάω, ζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπακούω/τηρώ κανονισμούςverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous devez vous plier aux règles ! Πρέπει να τηρείς τους κανονισμούς. |
επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υποβάλλομαι σε κτ
|
επανυποβάλλωlocution verbale (reproposer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποβάλλω σε
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le garçon a été soumis à de nombreuses épreuves durant sa courte existence. Το αγόρι υποβλήθηκε σε πολλές κακουχίες στη σύντομη ζωή του. |
ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμμορφώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποβάλλω κπ σε κτ
|
υποβάλλω κπ σε κτ
Η αστυνομία υπέβαλε τον ύποπτο σε σκληρή ανάκριση. |
ρίχνω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ(une idée) (καθομ, μεταφορικά) Ron est allé voir son chef pour lui soumettre une idée, mais il n'a pas obtenu de rendez-vous. Ο Ρον πήγε στον προϊστάμενό του για να του πετάξει μια ιδέα, αλλά δεν του έκλεισαν ραντεβού. |
υποκλίνομαι(μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les guerriers se soumirent aux bandits plus puissants qui les encerclaient. |
υποβάλλω προσφοράlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Plusieurs entreprises soumettent une offre pour ce contrat. |
κάνω αλκοτέστ σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υποτάσσω(figuré) (κπ/κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le Roi jura de plier l'armée de rebelles à sa volonté. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soumis στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του soumis
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.