Τι σημαίνει το source στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης source στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του source στο Γαλλικά.
Η λέξη source στο Γαλλικά σημαίνει πηγή, πηγή, πηγή, πηγή, πηγή, πηγή, πηγή, πηγή, σιντριβάνι, νερομάνα, πηγή, αιτία, πηγή, αστείρευτη πηγή, πηγή, πηγή, ρίζα, πηγή, πηγή, ανεξάντλητη πηγή, ρίζες, αρχή, πηγή, εμψυχωτικός, εργαζόμενος, εργαζόμενη, έμπνευση, λόγος ανησυχίας, απόλαυση, ευχαρίστηση, ευχαριστίες, συγκλονιστικός, συναρπαστικός, λογισμικό ανοικτού κώδικα, που ενδυναμώνει, από αξιόπιστη πηγή, δεν θεωρώ δεδομένο, ιαματική πηγή, θερμή πηγή, αυτό που με ενοχλεί, συχνή αιτία, κοινή αιτία, αστείρευτη ποσότητα, θερμοπηγή, ιαματική πηγή, πηγή ενέργειας, λόγος, αιτία του κακού, αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι, ζεστά λουτρά, νερό πηγής, εναλλακτική πηγή ενέργειας, πηγή θερμότητας, κύρια πηγή, ροή εσόδων, δεύτερη πηγή, γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής, πηγή υπερηφάνειας, θερμή πηγή, αμφιλεγόμενο ζήτημα, κώδικας πηγής, παρακράτηση φόρου, πηγή, χρηματοδότης, διάταξη φωτισμού, παρακράτηση φόρου, πηγή εισοδήματος, πηγή φωτός, πηγή ενέργειας, προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω, παρηγοριά, εναλλακτική πηγή ενέργειας, αξιόπιστα, μπελάς, μετάδοση στην κοινότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης source
πηγήnom féminin (origine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quelle est la source de cette information ? Ποια είναι η πηγή αυτής της πληροφορίας; |
πηγήnom féminin (cause) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cet enfant est une source de grande joie pour toute la famille. Εκείνο το παιδί αποτελεί πηγή μεγάλης χαράς για όλη την οικογένεια. |
πηγήnom féminin (livre,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'Encyclopaedia Britannica est une source de référence. Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα είναι μια αξιόπιστη πηγή αναφοράς. |
πηγήnom féminin (Journalisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'article citait trois sources secrètes au sein du gouvernement. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένας καλός δημοσιογράφος δεν αποκαλύπτει ποτέ τις πηγές του. |
πηγήnom féminin (d'une rivière) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La source de cette rivière est dans les montagnes. Η πηγή αυτού του ποταμού βρίσκεται στα βουνά. |
πηγήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont rapporté de l'eau de la source. |
πηγήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le spécialiste a consulté de nombreuses sources, y compris des glossaires spécialisés. Ο μελετητής συμβουλεύτηκε πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων εξειδικευμένα γλωσσάρια. |
πηγήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σιντριβάνιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νερομάναnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πηγήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αιτίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La source de la plupart des problèmes dans le monde est la surpopulation. |
πηγήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστείρευτη πηγή(figuré) (μεταφορικά) Ο Μπιλ είναι μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών για την τοπική ιστορία. |
πηγήnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πηγήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette rivière prend sa source dans un petit ruisseau situé dans les Rocheuses. |
ρίζα, πηγήnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La source du problème, c'est que Lauren ne voit simplement pas le point de vue de Tina. Η ρίζα του προβλήματος έγκειται στο ότι η Λορίν απλά δεν μπορεί να καταλάβει την άποψη της Τίνα. |
πηγήnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανεξάντλητη πηγήnom féminin (figuré) |
ρίζες(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La famille a ses racines dans le Devon. Οι οικογενειακές τους ρίζες εντοπίζονται στο Ντέβον. |
αρχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Leur rivalité trouve son origine au tout début de leur scolarité. Η αντιπαλότητά τους έχει τις ρίζες της στα πρώτα σχολικά τους χρόνια. |
πηγήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le rapport citait plusieurs références (or: sources). |
εμψυχωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai trouvé le sermon de ce matin très inspirant. Βρήκα πολύ εμπνευστικό το πρωινό κήρυγμα. |
εργαζόμενος, εργαζόμενη(από εργασία) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
έμπνευση(μεταφορικά: κάποιος με επιρροή, που εμπνέει) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle constituait ma principale influence quand j'ai commencé à chanter. Εκείνη ήταν η έμπνευσή μου όταν άρχισα την καριέρα μου στο τραγούδι. |
λόγος ανησυχίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Η επικείμενη καταιγίδα είναι λόγος ανησυχίας για τους πεζοπόρους. |
απόλαυση, ευχαρίστηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jouer au golf est le seul plaisir de Larry. |
ευχαριστίες(article, thèse) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'auteur de l'article a exprimé sa reconnaissance envers ses confrères dans les crédits. |
συγκλονιστικός, συναρπαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leur performance exaltante a été saluée par de nombreux applaudissements. Η συναρπαστική τους παράσταση κέρδισε αρκετούς γύρους χειροκροτημάτων. |
λογισμικό ανοικτού κώδικαadjectif invariable (anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sean milite pour les logiciels open source. |
που ενδυναμώνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
από αξιόπιστη πηγήlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bien sûr que c'est vrai : je l'ai appris de source sûre. |
δεν θεωρώ δεδομένοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιαματική πηγή, θερμή πηγήnom féminin (συχνά πληθυντικός) La source minérale de Chaudes-Aigues en France offre les eaux les plus chaudes d'Europe. |
αυτό που με ενοχλεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce qui m'énerve le plus, ce sont les gens qui ne font pas leur vaisselle. |
συχνή αιτία, κοινή αιτίαnom féminin Τα κακοκατασκευασμένα σπίτια αποτελούν συχνή αιτία για αγωγές. |
αστείρευτη ποσότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce travail de titan aura permis de réunir une source intarissable d'idées. |
θερμοπηγή, ιαματική πηγήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'eau des sources chaudes est réchauffée par la chaleur venant de l'intérieur de la terre. Το νερό στις θερμοπηγές ζεσταίνεται από τη θερμότητα που προέρχεται από το εσωτερικό της γης. |
πηγή ενέργειαςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Étant donné que les réserves de pétrole sont limitées, nous devons trouver d'autres sources d'énergie. |
λόγος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'eau impure est la source de beaucoup de maladies. |
αιτία του κακού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La drogue est la cause de tous les maux. L'argent est la cause de tous les maux. Τα ναρκωτικά είναι η αιτία του κακού. Τα χρήματα είναι η αιτία του κακού. |
αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτιnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζεστά λουτράnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il y a beaucoup de stations thermales dans l'Arkansas du fait des sources chaudes qui s'y trouvent. |
νερό πηγήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'eau de source ne coûte pas cher en Alaska. |
εναλλακτική πηγή ενέργειαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πηγή θερμότηταςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le soleil est une source de chaleur importante pour le maintien de la vie sur terre. |
κύρια πηγήnom féminin |
ροή εσόδων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεύτερη πηγήnom féminin |
γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πηγή υπερηφάνειαςnom féminin (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La réussite professionnelle de sa fille est pour lui une grande source de fierté. |
θερμή πηγήnom féminin |
αμφιλεγόμενο ζήτημαnom féminin |
κώδικας πηγήςnom masculin (Informatique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παρακράτηση φόρουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πηγήnom féminin (κειμένου, πληροφορίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρηματοδότης(ειρωνικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διάταξη φωτισμούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παρακράτηση φόρουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πηγή εισοδήματοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πηγή φωτόςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πηγή ενέργειαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On pense que la civilisation humaine serait née (or: serait apparue) dans la région entre le Tigre et l'Euphrate. |
παρηγοριάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les nombreux enregistrements de son défunt mari sont une source de réconfort pour elle. Τα αρχεία του αποθανόντος συζύγου της είναι μια παρηγοριά για εκείνη. |
εναλλακτική πηγή ενέργειαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αξιόπιστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Polly exécute son travail de manière fiable. |
μπελάςnom féminin (personne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Évite ce garçon : c'est une vraie source d'ennuis. |
μετάδοση στην κοινότηταnom féminin (Médecine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του source στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του source
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.