Τι σημαίνει το soutien στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soutien στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soutien στο Γαλλικά.

Η λέξη soutien στο Γαλλικά σημαίνει υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση, στήριγμα, στράτευση, οικονομική ενίσχυση, οικονομική υποστήριξη, οικονομική στήριξη, στήριγμα, υποστήριξη, στήριξη, στήριγμα, ενίσχυση, ενδυνάμωση, υποστήριξη, στήριξη, υποστηρικτής, στήριγμα, ενισχυτική διδασκαλία, ενισχυτική εκπαίδευση, υποστήριξη, στήριξη, έγκριση, στήριγμα, βοήθεια, αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι, αμοιβαιότητα, αλληλοϋποστήριξη, στοργή, ενθάρρυνση, στυλοβάτης, στύλος, ευνοούμενος, υποστήριξη, προώθηση, ομάδα στήριξης, στήριξη, υποστήριξη, σουτιέν, στηθόδεσμος, επιδότηση, επιχορήγηση, μπανέλα, μπαλένα, αυτός που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, κουβαλητής, σουτιέν pushup, ιδιαίτερα μαθήματα, οικονομική ενίσχυση, ολοκληρωτική υποστήριξη, ηθική συμπαράσταση, κυβερνητική υποστήριξη, αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι, κύριος εισοδηματίας, επίδομα, σουτιέν με ενίσχυση, σουτιέν με βαθύ ντεκολτέ, σουτιέν με αθλητική πλάτη, αθλητικό σουτιέν, ομάδα υποστήριξης, σουτιέν για ανοιχτό ντεκολτέ, σουτιέν θηλασμού, συναισθηματική υποστήριξη, στήριξη από τον παπά, ζώο συναισθηματικής στήριξης, ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια, συσπειρώνομαι, που στηρίζει τους άλλους, φέρων, οικονομική ευθύνη, σε συνδρομή, συσπειρώνομαι γύρω από κπ, υπεράσπιση, υποστήριξη, υποστηρικτικά, χορηγία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soutien

υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση

nom masculin (moral) (ψυχολογική βοήθεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le soutien de sa famille durant son divorce a été important pour lui.
Η βοήθεια της οικογένειας του όταν πήρε διαζύγιο, ήταν σημαντική για αυτόν.

στήριγμα

nom masculin (financement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Son fils lui a été d'un grand soutien durant les dernières années de sa vie.

στράτευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικονομική ενίσχυση, οικονομική υποστήριξη, οικονομική στήριξη

nom masculin (financier)

Notre pièce bénéficie du soutien de l'homme le plus riche de la ville.

στήριγμα

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon mari est mon soutien à travers cette période difficile.

υποστήριξη, στήριξη

nom masculin (à un candidat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le parti fait bloc dans le soutien de ce candidat.
Το κόμμα είναι ομόφωνο στην υποστήριξη αυτού του υποψηφίου.

στήριγμα

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À la mort de sa mère, Dexter avait Bebe comme soutien.

ενίσχυση, ενδυνάμωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon ami perdait le débat et m'a appelé en soutien.

υποστήριξη, στήριξη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποστηρικτής

nom masculin (personne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στήριγμα

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενισχυτική διδασκαλία, ενισχυτική εκπαίδευση

(Scolaire) (συμπλήρωση κενών)

Il va avoir besoin de cours de soutien (or: de rattrapage), j'en ai bien peur.

υποστήριξη, στήριξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le groupe contre les armes a l'appui de milliers de citadins.

έγκριση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lucy était soulagée d'avoir bénéficié de l'approbation de son chef pour ce projet.
Η Λούσυ ανακουφίστηκε με την έγκριση του αφεντικού της για το πρότζεκτ.

στήριγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοήθεια

(πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Louise avait besoin d'aide.
Η Λουίζ χρειαζόταν βοήθεια.

αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenny a fait appel à Maria, sa personne de confiance, pour l'accompagner dans sa mission dangereuse.
Η Τζένη τηλεφώνησε στην Μαρία, το άτομο που εμπιστευόταν, για να τη συνοδεύσει στην επικίνδυνη αποστολή της.

αμοιβαιότητα, αλληλοϋποστήριξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στοργή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενθάρρυνση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grâce au soutien de ses professeurs, Martha a pu être admise à l'université.
Με τη στήριξη της δασκάλας της, η Μάρθα κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο.

στυλοβάτης, στύλος

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jane est un pilier de l'église locale.

ευνοούμενος

(επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il est toujours dans les faveurs des patrons.

υποστήριξη, προώθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομάδα στήριξης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στήριξη, υποστήριξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les consommateurs ont apporté leur soutien à l'action des agriculteurs.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπάρχει μεγάλη στήριξη από τον κόσμο για το κίνημα βιολογικών τροφίμων.

σουτιέν

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Bien qu'il soit très répandu de nos jours, le soutien-gorge est une invention relativement récente.

στηθόδεσμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jadis, une femme n'aurait jamais imaginé sortir sans soutien-gorge.

επιδότηση, επιχορήγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπανέλα, μπαλένα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτός που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De plus en plus de femmes subviennent aux besoins de leur famille.
Όλο και περισσότερες γυναίκες φέρνουν τα λεφτά στο σπίτι για τις οικογένειές τους.

κουβαλητής

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σουτιέν pushup

(lingerie)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιδιαίτερα μαθήματα

οικονομική ενίσχυση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ses parents lui ont apporté un soutien financier lorsqu'il était à l'université.

ολοκληρωτική υποστήριξη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nos bailleurs nous ont apporté leur soutien plein et entier pour notre projet.

ηθική συμπαράσταση

nom masculin

Mon amie avait rendez-vous avec un oncologue, je l'ai donc accompagnée pour lui apporter un soutien moral. Le père de Bart lui apportait son soutien moral en allant à tous ses matchs de basket-ball.
Ο φίλος μου έπρεπε να δει έναν ειδικό για τον καρκίνο και πήγα μαζί του για ηθική συμπαράσταση. Ο πατέρας του Μπαρτ του παρείχε ηθική συμπαράσταση παρακολουθώντας όλους τους αγώνες μπάσκετ που συμμετείχε.

κυβερνητική υποστήριξη

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κύριος εισοδηματίας

nom masculin

επίδομα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σουτιέν με ενίσχυση

nom masculin (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce modèle existe en soutien-gorge rembourré, corbeille, moulé, sans armatures, et même en brassière.

σουτιέν με βαθύ ντεκολτέ

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σουτιέν με αθλητική πλάτη

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αθλητικό σουτιέν

ομάδα υποστήριξης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σουτιέν για ανοιχτό ντεκολτέ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σουτιέν θηλασμού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συναισθηματική υποστήριξη

nom masculin

στήριξη από τον παπά

nom masculin (pasteur, prêtre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζώο συναισθηματικής στήριξης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συσπειρώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les voisins se sont mobilisés pour aider Janet quand son mari est tombé malade.

που στηρίζει τους άλλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Daphne est une personne qui soutient beaucoup les gens ; elle prend toujours du temps pour écouter les problèmes de ses amis.
Η Δάφνη είναι πολύ συμπονετική· πάντα βρίσκει χρόνο για να ακούει τα προβλήματα των φίλων της.

φέρων

locution adjectivale

οικονομική ευθύνη

(προς τρίτους)

σε συνδρομή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συσπειρώνομαι γύρω από κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεράσπιση, υποστήριξη

nom masculin (με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sandy a toujours affirmé haut et fort son soutien à un mode de vie sain.
Η Σάντυ ήταν πάντα πολύ μαχητική στην προάσπιση της υγιεινής ζωής.

υποστηρικτικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les piliers étaient placés en soutien à intervalles réguliers.

χορηγία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grâce au soutien financier de beaucoup de mes bons amis, j'ai rassemblé 20 000€ pour la bonne cause.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soutien στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του soutien

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.