Τι σημαίνει το special subject στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης special subject στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του special subject στο Αγγλικά.

Η λέξη special subject στο Αγγλικά σημαίνει ξεχωριστός, ιδιαίτερος, συγκεκριμένο, προσφορά, καλός, στενός, κοντινός, ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος, ειδική έκδοση, αφιέρωμα, πιάτο ημέρας, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια, τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το ιδιαίτερο, σε προσφορά, σε ειδική προσφορά, δίνω προσοχή, προσέχω, φτηνό περίστροφο μικρού διαμετρήματος που είναι εύκολο να κρυφτεί, κάτι ιδιαίτερο, ελεγκτής της κυβέρνησης, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος, έκτακτη εμφάνιση, εξαίρεση, ειδική περίπτωση, ιδιαίτερη περίπτωση, ειδική επιτροπή, ειδική παράδοση, ειδική έκδοση, ειδικό τεύχος, ειδική αγωγή, ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ειδικά εφέ, χάρη σε ειδική περίπτωση, ειδικές δυνάμεις, ξεχωριστός καλεσμένος, ειδικού ενδιαφέροντος, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, ειδικές ανάγκες, για άτομα με ειδικές ικανότητες, ειδική περίσταση, ιδιαίτερη περίσταση, ειδική προσφορά, ειδική άδεια/εξουσιοδότηση, ιδιαίτερο προνόμιο, ειδική μεταχείριση, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, πιάτο ημέρας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης special subject

ξεχωριστός, ιδιαίτερος

adjective (exceptional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My children are all special to me.
Για μένα όλα τα παιδιά μου είναι ξεχωριστά.

συγκεκριμένο

adjective (specific, in particular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are you looking for anything special?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης.Χρειάζονται ειδικά εργαλεία.

προσφορά

noun (offer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The market has a special on oranges.
Τα πορτοκάλια σήμερα τα είχαν σε προσφορά στην αγορά.

καλός, στενός, κοντινός

adjective (intimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leah is playing with her special friend.

ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος

adjective (superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That guy thinks that he is special.
Ο τύπος νομίζει πως είναι κάτι το ιδιαίτερο.

ειδική έκδοση

noun (edition)

There is a special in today's newspaper.

αφιέρωμα

noun (TV programme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is an animated special on tonight.

πιάτο ημέρας

noun (dish of the day)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Our daily special today is chicken marsala served with pilau rice.

καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια

verbal expression (try very hard, be unusually conscientious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have to make a special effort to get along with my co-worker. It's your mum's birthday so please make a special effort to behave.

τίποτα το ιδιαίτερο

noun (no unusual thing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Nothing special happened that day.

τίποτα το ιδιαίτερο

noun (not very good)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The film was nothing special.

σε προσφορά

expression (discounted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Strawberries are on special this week.

σε ειδική προσφορά

adjective (UK (on sale at discount price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω προσοχή, προσέχω

verbal expression (take specific note of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The math teacher said we should pay special attention to the negative signs.

φτηνό περίστροφο μικρού διαμετρήματος που είναι εύκολο να κρυφτεί

noun (US, slang (cheap handgun)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάτι ιδιαίτερο

noun (unique quality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I knew there was something special about him the moment I first saw him.

ελεγκτής της κυβέρνησης

noun (government investigator)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The special agent stepped off the plane in Miami.

μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος

noun (spy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έκτακτη εμφάνιση

noun (TV, film, etc.: performance by guest star)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξαίρεση, ειδική περίπτωση

noun (exception)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't usually ask you for money but this is a special case.

ιδιαίτερη περίπτωση

noun (exceptional situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδική επιτροπή

noun (assembly formed for specific purpose)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The council formed a special committee tasked with lowering the city's pollution levels.

ειδική παράδοση

noun (of mail)

ειδική έκδοση, ειδικό τεύχος

noun (newspaper, magazine: extra issue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I read a good article in the special edition of the science magazine "Discover".

ειδική αγωγή

noun (specific-needs teaching)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες

plural noun (learning difficulties)

ειδικά εφέ

noun (usually plural (cinema, TV: visual created artificially)

The film has lots of stunning special effects but no story.

χάρη σε ειδική περίπτωση

noun (act of preferential kindness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As a special favour he was allowed to stay up late on his birthday.

ειδικές δυνάμεις

plural noun (crack military team)

ξεχωριστός καλεσμένος

noun (TV: performer making special appearance)

Our special guest on the show tonight is actor and musician Jack Black!

ειδικού ενδιαφέροντος

adjective (group: lobbying for a specific cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many people think the special interest groups buy candidates in U.S. elections. // The Senator did his best to avoid the special-interest groups.

ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

plural noun (groups that influence policy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a widespread belief that special interests influence politics through campaign contributions.

ειδικές ανάγκες

plural noun (learning difficulties) (ευφημισμός)

για άτομα με ειδικές ικανότητες

noun as adjective (relating to learning difficulties)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jo is a special needs teacher.
Ο Τζο είναι δάσκαλος για άτομα με ειδικές ικανότητες.

ειδική περίσταση, ιδιαίτερη περίσταση

noun (important event, celebration)

ειδική προσφορά

noun (bargain)

ειδική άδεια/εξουσιοδότηση

noun (specific authorization)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They had to apply for special permission to film in the national park.

ιδιαίτερο προνόμιο

noun (exclusive advantage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδική μεταχείριση

noun (preferential kindness or allowance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Billy received special treatment at the hospital because his illness was so serious.

ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

noun (team that lobbies for a cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All these special interest groups are making our job much harder.

πιάτο ημέρας

noun (menu item: speciality)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του special subject στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του special subject

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.