Τι σημαίνει το spell στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης spell στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spell στο Αγγλικά.
Η λέξη spell στο Αγγλικά σημαίνει γράφω, γράφομαι, ξόρκι, μάγια, λίγο, σημαίνω, αλλάζω, λέω πως γράφεται κτ, συλλαβίζω, λέω με λεπτομέρειες, λέω με κάθε λεπτομέρεια, λύνω τα μάγια, λύνω τα μάγια, κάνω μάγια, μαγεύω, σαγηνεύω, κάνω μάγια, ψυχρή περίοδος, ζαλάδα, ξηρασία, περίοδος που δεν τα πάω καλά, κακό ξόρκι, λιποθυμία, σκοτοδίνη, ξόρκι,μαγικό, κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω, μαγεύω, κάνω μάγια, ορθογραφικός έλεγχος, κάνω ορθογραφικό έλεγχο, κάνω ορθογραφικό έλεγχο σε κτ, κρίση αφαίρεσης, περίοδος με ηλιοφάνεια, καλή περίοδος, -, που του έχουν κάνει μάγια, χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης spell
γράφωintransitive verb (write words correctly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I can read, but I can't spell very well. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ένας από τους κυριότερους στόχους του σχολείου είναι να μάθει στα παιδιά να ορθογραφούν. |
γράφομαιtransitive verb (word: write) (η λέξη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How do you spell that word? Nemanja always has to spell his name. Πώς γράφεται αυτή η λέξη; Πες μου τα γράμματα ένα προς ένα. |
ξόρκιnoun (incantation or curse) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The witch cast a spell that turned him into a frog. The spell placed on the princess by the witch caused her to sleep for three years. Η μάγισσα τον μεταμόρφωσε σε βάτραχο μ' ένα ξόρκι. |
μάγιαnoun (figurative (enchantment) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The beautiful redhead cast a spell over Raphaël. |
λίγοnoun (informal (interval of time) (λίγη ώρα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm going to read for a spell. |
σημαίνωtransitive verb (signify) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you cross that line, it will spell trouble. |
αλλάζωtransitive verb (relieve) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The new crew will spell the other workers. Το καινούριο συνεργείο θα αλλάξει τους άλλους εργάτες. |
λέω πως γράφεται κτphrasal verb, transitive, separable (say how to write: a word) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Please spell your name out for me. Is it "s-m-i-t-h" or "s-m-y-t-h-e"? Παρακαλώ πείτε μου πως γράφεται το όνομά σας. Είναι «s-m-i-t-h» ή «s-m-y-t-h-e». |
συλλαβίζωphrasal verb, transitive, separable (form: a word) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The child proudly read the word by spelling it out: "C-A-T... Cat!". Το παιδί διάβασε με υπερηφάνεια τη λέξη συλλαβίζοντάς την: «Γ-Α-Τ-Α....Γάτα!». |
λέω με λεπτομέρειες, λέω με κάθε λεπτομέρειαphrasal verb, transitive, separable (figurative (say explicitly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I had to spell out exactly how to do his job for him. Έπρεπε να του πω με λεπτομέρειες πως ακριβώς να κάνει τη δουλειά του. |
λύνω τα μάγιαverbal expression (figurative (end the illusion or mood) Don't say anything...I don't want to break the spell. |
λύνω τα μάγιαverbal expression (witchcraft: disable a charm, curse) The frog said that if I kissed him it would break the spell and he would turn into a handsome prince. |
κάνω μάγιαverbal expression (witchcraft: make a charm or curse) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The witch cast a spell and the naughty boy never pulled cats' tails again. |
μαγεύω, σαγηνεύωverbal expression (figurative (enchant, seduce) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The skilful musician's passionate performance cast a spell on the entire audience. Η παθιασμένη εκτέλεση του δεξιοτέχνη μουσικού μάγεψε όλο το κοινό. |
κάνω μάγιαtransitive verb (literal (witchcraft: charm or curse) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψυχρή περίοδοςnoun (period of cold weather) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After the heat wave there was a cold spell, much to everyone's relief |
ζαλάδαnoun (attack of vertigo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I had a dizzy spell when I stood up too quickly. |
ξηρασίαnoun (period of dry weather) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίοδος που δεν τα πάω καλάnoun (figurative (period of no activity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κακό ξόρκιnoun (incantation intended to do harm) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λιποθυμία, σκοτοδίνηnoun (blackout) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Apparently, the woman fell on the tracks when she suffered a fainting spell. |
ξόρκι,μαγικόnoun (incantation or curse) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύωtransitive verb (literal (bewitch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The witch put a spell on the man, who then turned into a toad. |
μαγεύω, κάνω μάγιαtransitive verb (figurative (charm, enchant) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ορθογραφικός έλεγχοςnoun (feature: checks spelling) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Remember that the spell check can be wrong sometimes! |
κάνω ορθογραφικό έλεγχοintransitive verb (check for spelling errors) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Does this program automatically spellcheck? |
κάνω ορθογραφικό έλεγχο σε κτtransitive verb (document: check spelling) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't forget to spellcheck the file before you email it to me. |
κρίση αφαίρεσηςnoun (catatonic seizure) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περίοδος με ηλιοφάνειαnoun (often plural (weather: period of sunshine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καλή περίοδοςnoun (figurative (fortunate period) We seem to be enjoying a sunny spell at the moment: business is good, and everyone in the family is healthy. |
-adverb (in a trance) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The wicked witch put the princess under a spell. Η κακιά μάγισσα έκανε μάγια στην πριγκίπισσα. |
που του έχουν κάνει μάγιαadjective (entranced, enchanted) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Everyone who heard him speak fell under the spell of his rhetoric. I've been under her spell ever since I kissed her that first time. |
χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρειαadverb (informal (implicitly, tacitly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I hope that you'll accept what I say without my having to spell things out. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spell στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του spell
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.