Τι σημαίνει το stepping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stepping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stepping στο Αγγλικά.

Η λέξη stepping στο Αγγλικά σημαίνει βήμα, βήμα, σκαλί, σκαλοπάτι, βήμα, στάδιο, πατάω, θετός, βήμα, βήμα, βήμα, σκαλί, σκαλοπάτι, σκαλοπάτι, βαθμίδα, βήμα, επεμβαίνω, μετακινούμαι, μετράω με βήματα, χορεύω, κάνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω, απομακρύνομαι, κάνω πίσω, παραιτούμαι, αποσύρομαι, προσφέρομαι, κάνω ένα βήμα μπροστά, επεμβαίνω, παρεμβαίνω, πατάω σε κτ, μπαίνω σε κτ, κατεβαίνω από κτ, πατάω, πατάω, βγαίνω, αυξάνω, προσφέρομαι, μικρό βήμα, βήμα προς τα πίσω, οπισθοδρομική κίνηση, χορευτικό βήμα, λάθος βήμα, το πρώτο βήμα, κάνω τα πρώτα μου βήματα, κάνω το πρώτο βήμα, πάω ένα βήμα παραπέρα, βηματισμός χήνας, βαδίζω με στρατιωτικό βηματισμό, λάμπω, βαρύ βήμα, εντός ρυθμού, με ρυθμό, σε αρμονία με, στον ίδιο ρυθμό με, ιρλανδικός χορός με κλακέτες, πολλαπλών σταδίων, πολλών βημάτων, επόμενο βήμα, βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα, ενός βήματος, εκτός ρυθμού, προκαταρκτικό βήμα, βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα, βήμα προς βήμα, Γκάζωσε!, πατάω γκάζι, βγαίνω από κτ, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, περνάω πάνω από κτ, ανοδικό βήμα, ανεβάζω ταχύτητα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ρυθμούς, αυξάνω το ρυθμό, μειωτήρας τάσης, αδερφός εξ' αγχιστείας, θετό παιδί, προγονή, πατριός, μητριά, μητριά, θετός γονέας, αδερφή εξ' αγχιστείας, προγονός, μπαίνω στα χωράφια κπ, χορός two-step, μουσική two-step, χορεύω two-step, προσέχω, προσέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stepping

βήμα

noun (dance move)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This next tango step is difficult, so pay attention.
Το επόμενο βήμα του ταγκό είναι δύσκολο, γι' αυτό δώστε προσοχή.

βήμα

noun (footstep)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He took three steps before he stopped and turned.
Έκανε τρία βήματα, μετά σταμάτησε και γύρισε.

σκαλί, σκαλοπάτι

noun (stair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This stairway has thirteen steps.
Αυτή η σκάλα έχει δεκατρία σκαλιά.

βήμα, στάδιο

noun (stage in a process)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to wash the metal after each step of the process.
Μετά από κάθε στάδιο της διαδικασίας πρέπει να πλένεις το μέταλλο.

πατάω

intransitive verb (tread, walk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I stepped in the mud outside the house.
Πάτησα στις λάσπες έξω από το σπίτι.

θετός

prefix (relation by marriage) (για γονείς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
For example: stepmother

βήμα

noun (sound of a footstep)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I heard the steps as she approached.

βήμα

noun (small distance) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The clubhouse is just a few steps away.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν θα πάρουμε αυτοκίνητο, δυο βήματα μακριά είναι.

βήμα

noun (gait, way of walking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could see the bounce in his step the day after his date.

σκαλί, σκαλοπάτι

noun (rung)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The top step of the ladder is not safe to stand on.

σκαλοπάτι

noun (on a vehicle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The general opened the door and stood on the step of the truck as it came to a stop.

βαθμίδα

noun (level in a hierarchy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is hoping that he will be promoted to the next step.

βήμα

noun (points of action)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The review board recommended ten steps to correct the problem.

επεμβαίνω

intransitive verb (enter situation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He stepped into the argument to help her out.

μετακινούμαι

transitive verb (walk a distance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He stepped three paces to the left.

μετράω με βήματα

transitive verb (measure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always just step out my flowerbeds, without using a tape measure.

χορεύω

transitive verb (dated (dance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He stepped the foxtrot lightly, and with great finesse.

κάνω στην άκρη

phrasal verb, intransitive (move to one side) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please step aside to let the wheelchair through.

κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω

phrasal verb, intransitive (figurative (allow [sb] else to take charge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απομακρύνομαι

phrasal verb, intransitive (retreat, move away)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The police officer told us to step away from the vehicle. Quickly step away from that rattlesnake. He's ready to strike.
Ο αστυνόμος μας είπε να απομακρυνθούμε από το όχημα. Απομακρυνθείτε γρήγορα από εκείνον τον κροταλία. Είναι έτοιμος να επιτεθεί.

κάνω πίσω

phrasal verb, intransitive (retreat, move backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Everybody step back, let's give him some space!
Κάντε όλοι πίσω, ας του δώσουμε λίγο χώρο!

παραιτούμαι, αποσύρομαι

phrasal verb, intransitive (resign)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chairman of the committee decided to step down because of ill health.
Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφάσισε να αποσυρθεί (or: παραιτηθεί) λόγω προβλημάτων υγείας.

προσφέρομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (present oneself, volunteer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the little girl went missing, many people stepped forward to search for her.
Όταν εξαφανίστηκε το κοριτσάκι πολλοί προσφέρθηκαν να το ψάξουν.

κάνω ένα βήμα μπροστά

phrasal verb, intransitive (move towards the front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When you hear your name called, please step forward.
Όταν ακούσεις να φωνάζουν το όνομά σου, παρακαλώ κάνε ένα βήμα μπροστά.

επεμβαίνω, παρεμβαίνω

phrasal verb, intransitive (figurative (intervene)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The children's argument got so loud that their mother had to step in.
Ο καυγάς τον παιδιών έγινε τόσο έντονος που η μητέρα τους αναγκάστηκε να επέμβει.

πατάω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (tread in, put one's foot into)

I stepped in a mud puddle and ruined my new shoes.
Πάτησα σε μια λιμνούλα με λάσπη και κατέστρεψα τα καινούρια μου παπούτσια.

μπαίνω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (enter)

Step into my parlor, said the spider to the fly.

κατεβαίνω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (alight from)

I stepped off the train.

πατάω

phrasal verb, transitive, inseparable (tread on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Careful, you might step on the dog's tail!
Πρόσεξε, μπορεί να πατήσεις την ουρά του σκύλου!

πατάω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (mistreat, exploit) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your naive friendliness is causing them to step on you at work.
Η αθώα φιλική σου διάθεση κάνει τους άλλους να σε εκμεταλλεύονται στην δουλειά.

βγαίνω

phrasal verb, intransitive (informal, dated (go out for the evening)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's nice to dress up and step out for an evening on the town.
Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης.

αυξάνω

phrasal verb, transitive, separable (increase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As demand grew for its environmentally friendly products, the business had to step up production. I had to step up my training regime as the day of the race approached.
Καθώς ανέβηκε η ζήτηση για τα προϊόντα που είναι φιλικά στο περιβάλλον, η εταιρεία έπρεπε να αυξήσει την παραγωγή. Χρειάστηκε να αυξήσω την προπόνησή μου όσο η μέρα του αγώνα πλησίαζε.

προσφέρομαι

phrasal verb, intransitive (present yourself, volunteer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chairman asked for a volunteer and Andrew stepped up.
Ο πρόεδρος ζήτησε έναν εθελοντή και προσφέρθηκε ο Άντριου.

μικρό βήμα

noun (figurative (small step)

βήμα προς τα πίσω

noun (step going backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Take a backward step so you won't be so close to the edge!

οπισθοδρομική κίνηση

noun (figurative (retrograde action) (μεταφορικά, επίσημο)

He took a backward step when he had to quit his job.

χορευτικό βήμα

noun (foot movement: part of a dance)

λάθος βήμα

noun (foolish act)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The politician's false step cost him his career.
Το λάθος βήμα του πολιτικού του κόστισε την καριέρα του.

το πρώτο βήμα

noun (beginning, introduction) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Realizing that there is a problem is the first step towards solving it.

κάνω τα πρώτα μου βήματα

verbal expression (baby: starting to walk)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The baby took its first steps today.

κάνω το πρώτο βήμα

verbal expression (figurative (initial action towards goal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
James took the first step to becoming a doctor by beginning a medical degree.

πάω ένα βήμα παραπέρα

verbal expression (figurative (do [sth] more extreme) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This year the team went one step further and won both domestic cup competitions.

βηματισμός χήνας

noun (Nazi or military marching walk)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βαδίζω με στρατιωτικό βηματισμό

intransitive verb (march like a Nazi)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάμπω

verbal expression (figurative (be cheerful or energetic) (χαρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βαρύ βήμα

noun (loud footfall) (μεταφορικά)

εντός ρυθμού

adjective (walking or dancing in rhythm)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Our dancing was awful last night: we weren't in step most of the time.

με ρυθμό

adverb (in rhythm)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The couple walked in step, holding hands.

σε αρμονία με

expression (figurative (in harmony with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rachel had been very careful to stay in step with her colleagues.

στον ίδιο ρυθμό με

expression (moving in rhythm with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dancers did an amazing job of staying perfectly in step with the music.

ιρλανδικός χορός με κλακέτες

noun (traditional dance from Ireland)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολλαπλών σταδίων, πολλών βημάτων

adjective (graduated, sequential)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Turning a harvested olive into something edible is a multi-step process.

επόμενο βήμα

noun (subsequent action to be taken)

I've stripped the wallpaper and primed the plaster, so the next step is to paint the walls.

βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα

adverb (gradually, progressively)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ενός βήματος

adjective (consisting of one stage)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εκτός ρυθμού

expression (not following rhythm)

προκαταρκτικό βήμα

noun (initial measure or action)

βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα

adverb (in stages)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
This book shows you how to paint a watercolour step by step.

βήμα προς βήμα

adjective (presented in stages)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The magazine includes a step-by-step guide to starting an internet business.
Το περιοδικό περιλαμβάνει έναν αναλυτικό οδηγό για το πως να ξεκινήσει κανείς μια επιχείρηση στο ίντερνετ.

Γκάζωσε!

interjection (informal (hurry up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Driver, go to the hospital, and step on it!

πατάω γκάζι

interjection (informal (accelerate, drive faster)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Step on the gas or we'll be late for church.

βγαίνω από κτ

verbal expression (exit, walk from) (κυριολεκτικά)

He stepped out of the elevator and went down the hall.

παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω

verbal expression (figurative (leave or renounce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Once her husband returned, she stepped out of her role of primary breadwinner.

περνάω πάνω από κτ

(lift foot to avoid treading on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I stepped over the rubbish.

ανοδικό βήμα

noun (increase in status) (μεταφορικά)

That promotion was really a step-up for you.
Αυτή η προαγωγή ήταν έλα πραγματικά σημαντικό βήμα για εσένα.

ανεβάζω ταχύτητα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ρυθμούς, αυξάνω το ρυθμό

verbal expression (increase speed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειωτήρας τάσης

noun ([sth] that transfers alternating current)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αδερφός εξ' αγχιστείας

noun (son of parent's spouse)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Even though we look like we're related, Greg is actually my stepbrother.

θετό παιδί

noun (child of your spouse)

Marcia never had children of her own, but she has a stepchild with her husband.

προγονή

noun (spouse's female child)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan has a daughter, so when I marry him I will have a stepdaughter.

πατριός

noun (parent's husband)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My stepfather has no biological children.
Ο θετός μου πατέρας δεν έχει δικά του παιδιά.

μητριά

noun (parent's wife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Did your stepmother inherit all of your dad's estate?
Η μητριά σου κληρονόμησε όλη την περιουσία του πατέρα σου;

μητριά

noun (wicked figure in fairy tales)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In fairy tales the stepmother is often wicked and hates children.
Στα παραμύθια, η μητριά είναι συχνά κακιά και μισεί τα παιδιά.

θετός γονέας

noun (mother or father's spouse)

Marty has very loving stepparents, and he feels comfortable whether he is at his mom's house or his dad's house.

αδερφή εξ' αγχιστείας

noun (daughter of parent's spouse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cinderella was belittled by her stepsisters.

προγονός

noun (spouse's male child)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dana loves her stepson as if he were her own child.

μπαίνω στα χωράφια κπ

verbal expression (figurative (encroach on [sb]'s territory) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new employee trod on Gloria's toes when he sold some new products to her clients.

χορός two-step

noun (ballroom dance)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μουσική two-step

noun (music for two-step)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χορεύω two-step

intransitive verb (dance the two-step)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσέχω

verbal expression (be careful where you tread)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You'll need to watch your step when coming back down the mountain.

προσέχω

verbal expression (figurative (be cautious about what you do) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's very irritable today so watch your step when you talk to him!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stepping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stepping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.