Τι σημαίνει το stood στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stood στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stood στο Αγγλικά.

Η λέξη stood στο Αγγλικά σημαίνει σηκώνομαι, στέκομαι, είμαι, θέση, στάση, πάγκος, ορθοστασία, αντίσταση, εξέδρα, βάση, κρεμάστρα, θήκη, έδρανο, κερκίδα, είμαι σε θέση να κάνω κτ, στέκομαι, στέκομαι, ισχύω, είμαι, είμαι, βρίσκομαι, λιμνάζω, κατεβαίνω, είμαι, στέκομαι, στέκομαι σε κτ, πατάω σε κτ, στήνω, -, αντέχω, υπομένω, αντέχω, κερνάω, μπορώ να ανεχτώ, αντιτίθεμαι σε κτ, μένω/κάθομαι άπρακτος, κάνω στην άκρη, παραμερίζω, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υποστηρίζω, είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου, επιμένω σε κτ, παραιτούμαι, κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα, παύω να είμαι σε ετοιμότητα, σημαίνω, υποστηρίζω, ανέχομαι, υποστηρίζω, αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, μένω σε απόσταση, ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ξεχωρίζω, επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω, είμαι σε επιφυλακή, στήνω, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, αντέχω, ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ, αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι, αντέχω υπό, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ, βάση στάθμευσης ποδηλάτου, δεν αντέχω κπ/κτ, αντέχω να κάνω κτ, καλόγερος, πάγκος με φρούτα, καλόγερος, δεν έχω αποδείξεις, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ, στήριγμα, στήριγμα, μου σηκώνεται η τρίχα, αναλόγιο μουσικής, δεν έχω ελπίδα, δεν αντέχω, δεν στέκω, σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή, σε αναμονή, ξεπέτα, κατεβαίνω υποψήφιος σε εκλογές, μου αρέσει, έχω ελπίδα, έχω ελπίδα να κάνω κτ, αυτόνομος, ανεξάρτητος, στέκομαι προσοχή, στέκομαι πίσω από, έκανα λάθος, στέκομαι με την πλάτη ίσια, δεν αλλάζω γνώμη, μένω ακίνητος, μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος, φρουρώ, περιφρουρώ, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, περιμένω στην ουρά, εμποδίζω, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, αντιτίθεμαι σε κπ/κτ, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, άτομα που δουλεύουν σε περίπτερο έκθεσης, προεξέχω, φαίνομαι χρήσιμος σε κπ, ενώνω τις δυνάμεις μου, ενώνω τις δυνάμεις μου με κπ, μένω ακίνητος, μένω στάσιμος, αισθάνομαι περήφανος, αντέχω στο χρόνο, είναι λογικό, είμαστε ενωμένοι, σηκώνομαι, σηκώνω, σταντ-απ, stand up, stand up comedy, σε σταντ-απ, σε stand up, σε stand up comedy, ορθώνω το ανάστημά μου, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, εμμένω στις θέσεις μου, παραίτηση, λήξη ετοιμότητας, κωμικός στάνταπ, κωμωδία στάνταπ, αυτόνομος, αυτοδύναμος, αυτόνομο λογισμικό, αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι, κατάσταση αναμονής, λειτουργία αναμονής, εφεδρικός, αναπληρωματικός, δοκιμασμένη συνταγή, εφεδρικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stood

σηκώνομαι

intransitive verb (rise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please stand for the national anthem.
Παρακαλώ σηκωθείτε για τον εθνικό ύμνο.

στέκομαι

intransitive verb (be on your feet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The guard stands all day.
Ο φρουρός στέκεται όρθιος όλη την ημέρα.

είμαι

intransitive verb (position on issue)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
I stand in favour of the new law.
Τάσσομαι υπέρ του νέου νόμου.

θέση, στάση

noun (determined position)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The professor's stand on the issue is clear.
Η θέση (or: στάση) του καθηγητή σε αυτό το θέμα είναι ξεκάθαρη.

πάγκος

noun (booth, stall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The boys opened a lemonade stand.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης.Ο πωλητής έστησε τον πάγκο με τα πράγματα του.

ορθοστασία

noun (act of standing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There were no seats on the bus, so it looked like she was in for a long stand.

αντίσταση

noun (final defence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldiers made their stand at the river.

εξέδρα

noun (raised platform)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The speaker stepped onto the stand.

βάση

noun (support)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The conductor placed the sheet music on the stand.

κρεμάστρα

noun (coat rack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Place your raincoats on the stand by the door.

θήκη

noun (umbrella rack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many stores have a stand for wet umbrellas.

έδρανο

noun (witness box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was afraid to take the stand and testify.
Φοβόταν να ανέβει στο έδρανο και να καταθέσει.

κερκίδα

plural noun (bleachers: spectators' seating)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fans were sitting on the stands.

είμαι σε θέση να κάνω κτ

verbal expression (be in a position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The investor stood to make a fortune on the deal.

στέκομαι

intransitive verb (be erect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dog stood on its hind legs.

στέκομαι

intransitive verb (place yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The referee stood between the fighters.

ισχύω

intransitive verb (remain in effect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The judge determined that the law stands.

είμαι

intransitive verb (measure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Agnes stands five feet without her shoes.
Η Άγκνες είναι 1,52 χωρίς τα παπούτσια της.

είμαι

intransitive verb (be in a situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I stand corrected.

βρίσκομαι

intransitive verb (be situated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bank stands at the corner of Main and Rush streets.

λιμνάζω

intransitive verb (stagnate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water has been standing in the puddle a long time.

κατεβαίνω

intransitive verb (be a candidate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lorraine is standing in the upcoming local elections.

είμαι, στέκομαι

intransitive verb (be a certain way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spectators stood amazed at the dancer's skill.

στέκομαι σε κτ, πατάω σε κτ

(tread upon)

Don't stand on that chair; you'll fall.

στήνω

transitive verb (set upright)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children stood the dominoes on end.

-

transitive verb (submit to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He stood trial for murder.
Δικάστηκε για φόνο.

αντέχω, υπομένω

transitive verb (endure without yielding)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veronica stood the torture bravely.

αντέχω

transitive verb (tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tallinn is a beautiful city to visit, if you can stand the sub-zero temperatures.

κερνάω

transitive verb (informal (treat, pay for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you stand me a drink?

μπορώ να ανεχτώ

phrasal verb, transitive, inseparable (be able to tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hope that noise stops soon - I don't think I can stand it much longer!
Ελπίζω αυτό ο θόρυβος να σταματήσει σύντομα. Δε νομίζω πως θα μπορέσω να τον ανεχτώ για πολύ ακόμη!

αντιτίθεμαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (resist, oppose)

μένω/κάθομαι άπρακτος

phrasal verb, intransitive (do nothing, remain idle)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He stands around talking instead of doing his work.

κάνω στην άκρη, παραμερίζω

phrasal verb, intransitive (move to let [sb] past) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was told to stand aside to let the ambulance pass.

κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία

phrasal verb, intransitive (figurative (allow [sb] else to take charge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will stand aside if anyone else wants the job.

οπισθοχωρώ, υποχωρώ

phrasal verb, intransitive (retreat, stay at a distance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is important to stand back from a fire so you do not get burned.

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (vouch for the trustworthiness of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα

phrasal verb, intransitive (be ready and waiting)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'll be standing by to catch you if you fall.
Θα είμαι σε ετοιμότητα για να σε πιάσω αν πέσεις.

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου

phrasal verb, transitive, inseparable (help or support) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The politician's wife stood by him when he was accused of misusing public funds.
Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

επιμένω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (remain firm about [sth] said)

I stand by my decision to sack Richard; it was the right thing to do.

παραιτούμαι

phrasal verb, intransitive (resign)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'd like to announce that I'm standing down as director of the company.
Θα ήθελα να ανακοινώσω ότι αποσύρομαι από διευθυντής της εταιρείας.

κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα

phrasal verb, intransitive (witness: leave stand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Once I finished giving my testimony, the judge told me I could stand down.
Μόλις τελείωσα με την κατάθεσή μου ο δικαστής μου είπε ότι μπορούσα να κατέβω από το εδώλιο του μάρτυρα.

παύω να είμαι σε ετοιμότητα

phrasal verb, intransitive (troops: go off duty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the military exercise, the soldiers were ordered to stand down.

σημαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (be short for)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The "U" in USA stands for "united".
Το «Η» στη λέξη ΗΠΑ σημαίνει «ηνωμένες».

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (represent) (άποψη, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This party stands for fair pay and workers' rights.
Οι θέσεις του κόμματος είναι η δίκαιη αμοιβή και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

ανέχομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (tolerate, accept)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I won't stand for any more of Richard's racist comments.
Δεν θα ανεχτώ άλλα από τα ρατσιστικά σχόλια του Ρίτσαρντ.

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (US (advocate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I will stand for you whatever happens, you can rely on me.
Θα σε υποστηρίξω ο,τι και να γίνει, μπορείς να βασιστείς πάνω μου.

αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά

phrasal verb, intransitive (replace [sb] temporarily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda is standing in while the usual secretary is ill.
Η Λίντα αναπληρώνει προσωρινά την κανονική γραμματέα για όσο είναι άρρωστη.

αντικαθιστώ

(replace [sb] temporarily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your teacher had an emergency so I will stand in for her for this class.
Στην καθηγήτριά σας προέκυψε κάτι έκτακτο. Γι' αυτό, λοιπόν, θα την αντικαταστήσω εγώ.

υποκαθιστώ

(be a substitute for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trying to explain the accident to his friends in the bar, Gavin used the beer glass to stand in for the car and the mat to stand in for the pedestrian.
Στο μπαρ, ο Γκάβιν προσπάθησε να εξηγήσει στους φίλους του το ατύχημα. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, το ποτήρι της μπίρας, για να υποκαταστήσει το αυτοκίνητο και το σουβέρ για να υποκαταστήσει τον πεζό.

μένω σε απόσταση

phrasal verb, intransitive (keep at a distance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The girls stood off to the side.
Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση.

ξεχωρίζω, διακρίνομαι

phrasal verb, intransitive (be noticeable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wow, those bright colors really stand out.
Πωπω, αυτά τα λαμπερά χρώματα ξεχωρίζουν πραγματικά.

ξεχωρίζω

phrasal verb, intransitive (be remarkable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Of all the applicants for the job, there was one who really stood out.
Απ' όλους όσους έκαναν αίτηση για τη δουλειά υπήρχε ένας υποψήφιος που πραγματικά ξεχώριζε.

επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (oversee)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι σε επιφυλακή

phrasal verb, intransitive (military: be ready for attack)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

στήνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (fail to meet for date) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We were supposed to meet outside the restaurant but he stood me up.
Υποτίθεται ότι θα συναντιόμασταν έξω από το εστιατόριο, αλλά με έστησε.

αντιστέκομαι σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (oppose actively)

We must stand up against racism.

αντέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: wear, stress) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Concrete construction is used in the tropics because it will stand up against hurricanes and insects.

ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (confront)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate stood up to the bully by telling her loudly to stop.
Η Κέιτ όρθωσε το ανάστημά της στον τραμπούκο λέγοντάς του δυνατά να σταματήσει.

αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: wear, stress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They ran many trials to ensure the fabric would stand up to the extreme weather conditions.
Κάνουν πολλές δοκιμές για να βεβαιωθούν ότι το ύφασμα θα αντέξει τις ακραίες καιρικές συνθήκες.

αντέχω υπό

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: scrutiny, etc.)

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (show solidarity with) (μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βάση στάθμευσης ποδηλάτου

noun (rack for parking cycles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν αντέχω κπ/κτ

verbal expression (informal (find intolerable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't stand my overbearing, demanding boss.
Δεν αντέχω το αυταρχικό και απαιτητικό αφεντικό μου.

αντέχω να κάνω κτ

verbal expression (be able to tolerate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you can stand to wait another 10 minutes, I'll walk you home. I can't stand seeing you so unhappy.

καλόγερος

noun (stand for overcoats) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πάγκος με φρούτα

noun (kiosk selling fruit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He stole two apples from a fruit stand.

καλόγερος

noun (structure to hang coats or hats on) (πιο γενικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He took off his hat and coat and hung them on the hat stand by the door.

δεν έχω αποδείξεις

verbal expression (figurative (have no support for a claim, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ

verbal expression (figurative (be vastly superior to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
George's essay was head and shoulders above those of the rest of the class.

καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ

noun (kiosk or counter selling hot dogs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Whenever I pass through Chicago, I try to stop at a hot-dog stand to pick up lunch.

στήριγμα

noun (US (metal support for a bike)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στήριγμα

noun (device that keeps [sth] upright)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μου σηκώνεται η τρίχα

verbal expression (frighten [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That guy was so creepy, he made my hair stand on end.
Αυτός ο τύπος είναι τόσο ανατριχιαστικός που μου σηκώνεται η τρίχα.

αναλόγιο μουσικής

noun (device for holding sheet music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ellen adjusted the height of her music stand so she could read the music while sitting down.

δεν έχω ελπίδα

verbal expression (informal (be doomed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The car hit Bridget at 70 mph. She didn't stand a chance.

δεν αντέχω, δεν στέκω

verbal expression (figurative (not withstand scrutiny, etc.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
David's lies won't stand up in court.
Τα ψέματά του δε θα σταθούν στο δικαστήριο.

σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή

adverb (people: in a state of readiness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The news crews were on standby, waiting for a big announcement from the president.

σε αναμονή

adverb (ready, available)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ambulances were on standby at the edge of the field.

ξεπέτα

noun (isolated sexual encounter with [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Betty's not my girlfriend; we had a one-night stand, that's all.

κατεβαίνω υποψήφιος σε εκλογές

verbal expression (try to get elected to a public position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου αρέσει

verbal expression (colloquial (be accepted)

This situation doesn't sit well with me.
Αυτή η κατάσταση δεν μου κάθεται καλά.

έχω ελπίδα

verbal expression (informal (have a possibility)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I tried everything I could but never really stood a chance.

έχω ελπίδα να κάνω κτ

verbal expression (informal (have a possibility)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The team realistically never stood a chance of beating Real Madrid.

αυτόνομος, ανεξάρτητος

(software: run independently)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στέκομαι προσοχή

verbal expression (military: stand straight)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The entire company stood to attention in perfect unison.

στέκομαι πίσω από

(take a spot behind)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was standing behind a really tall guy as the carnival floats went past, so I couldn't see a thing!

έκανα λάθος

expression (admit one's mistaken idea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You were right, the Civil War ended in 1865. I stand corrected.

στέκομαι με την πλάτη ίσια

(hold yourself straight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν αλλάζω γνώμη

verbal expression (figurative (not change one's mind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once I make my mind up, I always stand fast in my decision.

μένω ακίνητος

verbal expression (not move)

I expected the cat to run away but it stood fast. The guards at Buckingham Palace are trained to stand fast, even if tourists provoke them.

μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος

intransitive verb (be resolute)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He stood firm on his decision to go to college.

φρουρώ, περιφρουρώ

(keep watch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

noun ([sb] who replaces [sb], substitute)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I'm glad our normal teacher is back; the stand-in wasn't very good.
Χαίρομαι που επέστρεψε η κανονική μας καθηγήτρια. Η αντικαταστάτριά της δεν ήταν πολύ καλή.

περιμένω στην ουρά

verbal expression (queue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The group had to stand in line to be served.

εμποδίζω

verbal expression (obstruct, impede [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
By refusing to sell this land you're standing in the way of progress. I won't stand in the way of your marriage.

στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ

verbal expression (figurative (show solidarity with) (μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
She stood next to her husband throughout the whole time when his business affairs were under investigation.

αντιτίθεμαι σε κπ/κτ

verbal expression (oppose publicly)

επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ

verbal expression (hold firm to decision, beliefs)

άτομα που δουλεύουν σε περίπτερο έκθεσης

noun (staff at a fair or exhibition stall)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προεξέχω

(jut out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φαίνομαι χρήσιμος σε κπ

verbal expression (be useful or beneficial to [sb])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
This car should stand you in good stead for ten years or so.
Αυτό το αυτοκίνητο θα σου φανεί χρήσιμο για δέκα χρόνια ή κάτι τέτοιο.

ενώνω τις δυνάμεις μου

intransitive verb (figurative (be united)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's stand shoulder to shoulder and get the job done!

ενώνω τις δυνάμεις μου με κπ

intransitive verb (figurative (unite in solidarity with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hotel workers' union stood shoulder to shoulder with the restaurant workers' union in the strike.

μένω ακίνητος

intransitive verb (not move)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stand still or the photo will turn out blurred.

μένω στάσιμος

intransitive verb (figurative (not change, progress)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Time had stood still: my grandparents' house looked exactly as it did when I was a child.

αισθάνομαι περήφανος

verbal expression (figurative (be proud of yourself)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
She stood tall after successfully defending herself.

αντέχω στο χρόνο

verbal expression (last, endure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είναι λογικό

verbal expression (be logical)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The gun was in Alex's hand; it stands to reason he fired the shot. It stands to reason that she's tired: she just gave birth to twins!

είμαστε ενωμένοι

(figurative (be united)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The country must stand together if we are to survive these difficult times.

σηκώνομαι

(rise to your feet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I was at school we had to stand up each time a teacher entered the classroom. Please stand up to greet the President.
Όταν πήγαινα σχολείο, έπρεπε να σηκωνόμαστε όρθιοι κάθε φορά που έμπαινε στην τάξη ένας δάσκαλος. Παρακαλώ σηκωθείτε όρθιοι για να χαιρετίσετε τον Πρόεδρο.

σηκώνω

(place upright)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I knocked the vase over and had to stand it up again.
Έριξα το βάζο και έπρεπε να το σηκώσω πάλι όρθιο.

σταντ-απ, stand up, stand up comedy

noun (informal (comedy: live joketelling)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Steve Martin was known for his stand-up before he started appearing in movies.

σε σταντ-απ, σε stand up, σε stand up comedy

adjective (comedian: telling jokes live) (για ηθοποιό, κωμικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορθώνω το ανάστημά μου

verbal expression (figurative (express opinion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't just sit there complaining to your friends – stand up and be counted! Those that had the courage to stand up and be counted were arrested.

υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα

verbal expression (figurative (defend [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnston was a hero who stood up for his fellow captors without regard for his own safety.

υπερασπίζομαι

verbal expression (figurative (advocate [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Martin Luther King Jr. stood up for the rights of African Americans.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο νεότερος υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών.

υπερασπίζομαι τον εαυτό μου

verbal expression (defend yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suzie has to learn to stand up for herself.

εμμένω στις θέσεις μου

verbal expression (figurative (not waver, maintain your stance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραίτηση

noun (resignation from job)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λήξη ετοιμότητας

noun (troops: going off duty)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κωμικός στάνταπ

noun (performer: tells jokes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κωμωδία στάνταπ

noun (telling jokes to an audience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτόνομος, αυτοδύναμος

adjective (computer program: independent, separate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This stand-alone software will function offline.
Αυτό το αυτόνομο λογισμικό θα λειτουργήσει εκτός σύνδεσης.

αυτόνομο λογισμικό

noun (separate computer program)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The program can be run as a standalone.

αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι

noun ([sth/sb] reliable)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenny called on Maria, her trusty standby, to accompany her on her perilous mission.
Η Τζένη τηλεφώνησε στην Μαρία, το άτομο που εμπιστευόταν, για να τη συνοδεύσει στην επικίνδυνη αποστολή της.

κατάσταση αναμονής, λειτουργία αναμονής

noun (electronic device: low power setting)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After 20 minutes, the TV switched to standby.

εφεδρικός, αναπληρωματικός

noun ([sth/sb] available as replacement)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The office has a list of standbys, in case any of the regular teachers falls ill.
Το γραφείο έχει μια λίστα με αναπληρωτές, σε περίπτωση που κάποιος από τους μόνιμους δασκάλους αρρωστήσει.

δοκιμασμένη συνταγή

noun (informal (favorite, reliable choice) (μεταφορικά)

I had intended to try something new, but I found myself ordering my old standby, a gin and tonic.

εφεδρικός

noun as adjective (substitute, for emergency use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hospital used their standby generator until power was restored.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stood στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.