Τι σημαίνει το hair στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hair στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hair στο Αγγλικά.

Η λέξη hair στο Αγγλικά σημαίνει μαλλιά, τρίχα, τρίχα, τρίχα, ριζικό τριχίδιο, ιδέα, σταλιά, τρίχα, ένα τσικ, φιδές, καστανοκόκκινα μαλλιά, χάλια μέρα, ξανθά μαλλιά, λαστιχάκι, κοκαλάκι, καστανά μαλλιά, στο τσακ, παρά τρίχα, στο τσακ, τρίχωμα καμήλας, καμηλό, καμηλό, ψαλίδι, κατσαρά, σγουρά, σπαστά, σκούρα, μαύρα, φτιάχνω τα μαλλιά μου, φτιάχνω τα μαλλιά μου, χνούδι, τριχοφυία προσώπου, ξανθά, ανοιχτόχρωμα μαλλιά, θύλακας, κατσαρός, σγουρός, ενοχλώ, πυρόξανθα μαλλιά, γκρίζα μαλλιά, φιόγκος, περιποίηση μαλλιών, περιποίησης μαλλιών, τριχωτό κύτταρο, τσιμπιδάκι, κουρευτική μηχανή, χρώμα μαλλιών, βαφή μαλλιών, πιστολάκι, βαφή, τούφα εξτένσιον, θυλακίτιδα, τζελ μαλλιών, αγριάδα, αίρα, αλκοολούχο ποτό που δρα ως αντίδοτο για το χανγκόβερ, μπριγιαντίνη, μακριά κοτσίδα, αποτρίχωση, αποτριχωτικό προϊόν, κομμωτήριο, κιλίκιο, αυτοτιμωρία, λακ, σίδερο ισιώματος μαλλιών, προϊόν ισιώματος, κομμωτής, άκρες μαλλιών, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ευαίσθητος, ευερέθιστος, αψύς, τρομακτικός, τρομαχτικός, συναρπαστικός, σοκαριστικός, αποτριχωτική κρέμα, μεταμόσχευση μαλλιών, κορδέλα, στέκα, παρατρίχα, σχολαστικότητα, λεπτολογία, λακ, κούρεμα, πατικωμένα μαλλιά, έχω ακατάστατα μαλλιά, είμαι αναμαλλιασμένος, μαλλιά, λακ, χαλαρώνω, τούφα, μακριά μαλλιά, μου σηκώνεται η τρίχα, μπερδεμένα μαλλιά, μπλεγμένα μαλλιά, ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, βελέντζα, λάδι, έλαιο, κάνω χωρίστρα, κάνω περμανάντ σε κπ, τρίχωμα του εφηβαίου, κόκκινα μαλλιά, ριζικό τριχίδιο, τούφα, κοντά μαλλιά, ίσια μαλλιά, τούφα, λευκά μαλλιά, βούρτσα, σκληρότριχος σκύλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hair

μαλλιά

noun (not countable (human head)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She's having her hair cut, as it has grown longer than she likes.
Θα κόψει τα μαλλιά της γιατί μάκρυναν περισσότερο από ό,τι της αρέσει.

τρίχα

noun (not countable (on human body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has a lot of hair on his chest.
Έχει πολλές τρίχες στο στήθος του.

τρίχα

noun (not countable (animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This cushion is stuffed with horse hair.

τρίχα

noun (not countable (filament)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hairs on this brush are quite stiff.

ριζικό τριχίδιο

noun (botany) (επίσημο)

The plant's stem is covered in fine hairs.

ιδέα, σταλιά

noun (not countable (tiny measure of sthg) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The window cracked just a hair.

τρίχα

noun (individual hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two hairs were obviously from two different people.

ένα τσικ

expression (figurative (very close) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The house that I bought was a hair's breadth away from the sea.

φιδές

noun (capellini: very fine pasta)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καστανοκόκκινα μαλλιά

noun (hair of reddish-brown colour)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The girl with the auburn hair is very attractive.

χάλια μέρα

noun (figurative, slang (day when everything goes wrong)

ξανθά μαλλιά

noun (hair: fair)

One of the stereotypes about Nordic people is that they all have blond hair.

λαστιχάκι, κοκαλάκι

noun (UK (accessory to tie hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Melanie's hair was tied up in a ponytail with a colourful bobble.

καστανά μαλλιά

noun (brunette or chestnut hair)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She wore a brown shirt to match her brown hair.
Φόρεσε ένα καφέ πουκάμισο για να ταιριάζει με τα καστανά της μαλλιά.

στο τσακ, παρά τρίχα

adverb (by a very slight margin, only just)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The truck missed the cyclist by a hair.

στο τσακ

adverb (by the slightest margin) (καθομιλουμένη: κατάφερα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The horse won by a hair's breadth.

τρίχωμα καμήλας

noun (hair of a camel)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καμηλό

noun (fabric made of camel's hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καμηλό

noun as adjective (made from camel's hair)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ψαλίδι

noun (hairstyling tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατσαρά, σγουρά, σπαστά

noun (frizzy or wavy hair) (μαλλιά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Does she have a perm or naturally curly hair?

σκούρα, μαύρα

noun (brunette or brown hair) (μαλλιά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She has naturally dark hair but she dyes it blond.

φτιάχνω τα μαλλιά μου

verbal expression (informal (style your hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I need the hair dresser to do my hair. Every morning I do my hair so it looks presentable.

φτιάχνω τα μαλλιά μου

verbal expression (informal (tidy your hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Just give me three minutes to do my hair.

χνούδι

plural noun (hair on face, body: fuzzy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't call those downy hairs you have 'a moustache'.

τριχοφυία προσώπου

noun (moustache, beard, etc.) (γενικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is considerable social stigma associated with facial hair in women.

ξανθά, ανοιχτόχρωμα μαλλιά

noun (blond or light-coloured hair)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
People with fair hair are most susceptible to sunburn. Louise has fair hair and a pale complexion.
Τα άτομα που έχουν ανοιχτόχρωμα μαλλιά είναι πιθανότερο να υποστούν εγκαύματα από τον ήλιο. Η Λουίζ έχει ξανθά μαλλιά και χλωμή επιδερμίδα.

θύλακας

noun (hair-root cavity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατσαρός, σγουρός

noun (wildly-curled hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My frizzy hair is completely out of control in this humidity.

ενοχλώ

verbal expression (figurative, informal (annoy, disturb)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πυρόξανθα μαλλιά

noun (informal (bright auburn hair)

γκρίζα μαλλιά

noun (hair: gray from age or stress)

φιόγκος

noun (decorative hair tie)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περιποίηση μαλλιών

noun (use of hair products)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιποίησης μαλλιών

noun as adjective (product: for hair) (σε γενική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τριχωτό κύτταρο

noun (biology: receptor)

τσιμπιδάκι

noun (clasp for securing hairstyle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουρευτική μηχανή

plural noun (device for trimming hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The barber used the hair clippers to trim Michael's hair.

χρώμα μαλλιών

noun (US (shade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Teenage girls often change their hair color experimentally.

βαφή μαλλιών

noun (product: dye)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πιστολάκι

noun (appliance for drying washed hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't use my hair dryer in the summer, but I'm glad to have it in the winter!

βαφή

noun (substance to change hair color)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τούφα εξτένσιον

noun (attached length of hair)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θυλακίτιδα

noun (inflammation at base of a hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τζελ μαλλιών

noun (hair-styling substance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγριάδα, αίρα

noun (tall, tufted grass)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλκοολούχο ποτό που δρα ως αντίδοτο για το χανγκόβερ

noun (figurative, informal (alcohol drunk to cure a hangover)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπριγιαντίνη

noun (hairstyling product)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jared spiked his hair with hair oil.

μακριά κοτσίδα

noun (US (single braid of hair down back)

αποτρίχωση

noun (depilatory treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποτριχωτικό προϊόν

noun (depilatory cream)

Hair removers can cause skin irritation.

κομμωτήριο

noun (hairdresser's shop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have an appointment at the hair salon before we go out to dinner.

κιλίκιο

noun (religious: garment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτοτιμωρία

noun (figurative (self-imposed punishment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Living without the woman he loved was Rick's hair shirt.

λακ

noun (hairstyling lacquer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you wear too much hair spray your hair will feel hard and crunchy.

σίδερο ισιώματος μαλλιών

noun (tongs: flatten curly hair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She has always hated her curly hair and thinks that hair straighteners are a great invention.

προϊόν ισιώματος

noun (chemical: flattens curly hair)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κομμωτής

noun (hairdresser)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I finally found a hair stylist who is good at cutting long hair.
Επιτέλους βρήκα έναν κομμωτή που είναι καλός στο να κόβει τα μακριά μαλλιά.

άκρες μαλλιών

plural noun (ends of the hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (pressure-sensitive gun trigger)

Careful with that gun; it has a hair trigger and will go off at the slightest touch.

ευαίσθητος

adjective (mechanism: easily activated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευερέθιστος, αψύς

adjective (figurative (easily provoked, reactive) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My new manager is making my life a living hell with his hair trigger temper.

τρομακτικός, τρομαχτικός

adjective (figurative, informal (scary, frightening)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The novel is a hair-raising story about a small town and a monster.

συναρπαστικός

adjective (figurative, informal (adventure: exciting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The movie is about a hair-raising adventure to the edge of the known world.

σοκαριστικός

adjective (figurative, informal (shocking)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary told me all of the hair-raising details of yesterday's events.

αποτριχωτική κρέμα

noun (product for removing body hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Instead of shaving your legs, why not try that new, organic hair-removing cream?

μεταμόσχευση μαλλιών

noun (hair transplant procedure)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κορδέλα

noun (elastic band for hair) (για τα μαλλιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her long tresses were held back by a simple black hairband.
Μια απλή μαύρη κορδέλα κρατούσε πίσω τα μακριά μαλλιά της.

στέκα

noun (rigid band going over the hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The little girls all wore colorful hairbands to keep their hair out of their faces.

παρατρίχα

noun (figurative (minute gap or margin) (μτφ, καθομ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχολαστικότητα

adjective (figurative (faultfinding)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεπτολογία

noun (figurative (making of trivial distinctions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λακ

noun (lacquer for styling hair)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The stylist finished by spraying the client's hair with hairspray.

κούρεμα

noun (way hair is cut or arranged) (μόνιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's got a new, much shorter hairstyle.

πατικωμένα μαλλιά

noun (informal (hairstyle flattened by wearing a hat) (καθομιλουμένη)

I get really bad hat hair when I take off my helmet.

έχω ακατάστατα μαλλιά, είμαι αναμαλλιασμένος

verbal expression (be dishevelled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah's clothes were covered in mud and she had her hair in a mess.

μαλλιά

noun (hair: amount, thickness)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
That beautiful girl has a gorgeous head of hair.

λακ

noun (UK (hairspray)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Bonnie used lacquer to hold her hairdo in place.

χαλαρώνω

verbal expression (figurative (get comfortable and relax)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τούφα

noun (curl or tress of hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She cut a lock of hair and put it in a letter to her lover.

μακριά μαλλιά

noun (hairstyle: grown long)

Long hair suits Debbie; she looks really pretty.
Τα μακριά μαλλιά πάνε στην Ντέμπι. Είναι πολύ όμορφη.

μου σηκώνεται η τρίχα

verbal expression (frighten [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That guy was so creepy, he made my hair stand on end.
Αυτός ο τύπος είναι τόσο ανατριχιαστικός που μου σηκώνεται η τρίχα.

μπερδεμένα μαλλιά, μπλεγμένα μαλλιά

noun (hair that is massed or tangled)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have to brush my cat every day to get rid of the matted hair.

ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου

verbal expression (informal (make [sb]'s hair untidy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't mess up my hair - I've only just come from the hairdressers!

βελέντζα

noun (slang, figurative (thick hair) (μτφ, καθομ: συχνά για σκυλί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boy had a thick mop of hair.
Το αγόρι μαλλιά του αγοριού ήταν μια πυκνή αφάνα.

λάδι, έλαιο

noun (hair product) (για τα μαλλιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dana massaged oil into her hair to add moisture and shine.

κάνω χωρίστρα

verbal expression (hair: comb into parting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charles parts his hair in the middle.

κάνω περμανάντ σε κπ

(informal (put curls or waves in hair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρίχωμα του εφηβαίου

noun (hair growing in genital area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They shaved all my pubic hair off before the operation.

κόκκινα μαλλιά

noun (auburn or ginger hair)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ριζικό τριχίδιο

(botany) (φυτών)

τούφα

noun (unruly mass of hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His face was surrounded by a shock of black hair.

κοντά μαλλιά

noun (hair: close-cropped)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ίσια μαλλιά

noun (hair which has no curl)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Most Amerindians have dark straight hair.
Οι περισσότεροι αυτόχθονες Αμερικανοί έχουν ίσια σκούρα μαλλιά.

τούφα

noun (fluffy clump of hair) (μαλλιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The teenager tried to grow a moustache, but could only achieve a small tuft of hair on his upper lip.

λευκά μαλλιά

noun (hair with white color)

Fred was a tall man with white hair.

βούρτσα

adjective (dog: having wiry, coarse coat) (μαλλιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκληρότριχος σκύλος

noun (wirehair dog)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hair στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hair

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.