Τι σημαίνει το stomach στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stomach στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stomach στο Αγγλικά.
Η λέξη stomach στο Αγγλικά σημαίνει στομάχι, κοιλιά, αντέχω, ανέχομαι, χωνεύω, προκαλώ ναυτία, φούσκωμα, αγχώνομαι, στομάχι από σίδερο, άδειο στομάχι, δεν έχω όρεξη, έχω τα κότσια, γαστρικό οξύ, πόνος στην κοιλιά, στομαχικό πάχος, στομαχική γρίπη, στομαχική αντλία, έλκος στομάχου, στομαχική πάθηση, στομαχική ίωση, στομαχόπονος, κοιλόπονος, γλυκάδι, στομαχικό πόνο, φέτες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stomach
στομάχιnoun (body organ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Food is digested in the stomach. I ate too much and now my stomach hurts. Η πέψη του φαγητού γίνεται στο στομάχι. Έφαγα πάρα πολύ και τώρα με πονάει το στομάχι μου. |
κοιλιάnoun (outside, belly) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The man's stomach was enormous. Η κοιλιά του άνδρα ήταν τεράστια. |
αντέχω, ανέχομαιtransitive verb (figurative, usually with negative (tolerate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maggie can't stomach people who are rude. Η Μάγκυ δεν αντέχει τους ανθρώπους που είναι αγενείς. |
χωνεύωtransitive verb (eat and digest) (εγώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lydia can't stomach shellfish; they always make her sick. Το στομάχι της Λύντια δεν αντέχει τα οστρακοειδή, τις φέρνουν πάντα ναυτία. |
προκαλώ ναυτίαphrasal verb, intransitive (make nauseous) The bad smell turned my stomach. |
φούσκωμαnoun (swollen abdomen) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγχώνομαιplural noun (figurative (nerves, performance anxiety) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I had butterflies in my stomach before the exam. Nina always gets butterflies before a performance. |
στομάχι από σίδεροnoun (figurative (good digestion) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άδειο στομάχιnoun (state: not having eaten) It's not a good idea to drink alcohol on an empty stomach. |
δεν έχω όρεξηverbal expression (figurative (lack appetite, courage for [sth]) (για κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John had little stomach for the task at hand. |
έχω τα κότσιαverbal expression (figurative (have the courage for [sth]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαστρικό οξύnoun (gastric juice) |
πόνος στην κοιλιάplural noun (painful spasms in the abdomen) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
στομαχικό πάχοςnoun (excess abdominal fat) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The only way to reduce your stomach fat is to lose weight overall. |
στομαχική γρίπηnoun (US, abbreviation (gastric infection) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στομαχική αντλίαnoun (device for emptying stomach contents) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έλκος στομάχουnoun (damage to stomach lining) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They used to think stomach ulcers were caused by stress. |
στομαχική πάθησηnoun (illness affecting stomach) |
στομαχική ίωσηnoun (gastroenteritis: gastric flu) |
στομαχόπονος, κοιλόπονοςnoun (pain in the stomach) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The kids got a stomachache from eating too much candy on Halloween. |
γλυκάδιnoun (often plural (animal pancreas eaten as food) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στομαχικό πόνοnoun (pain in upper abdomen) Ian was suffering from an upset stomach. |
φέτεςnoun (slang, figurative (toned abdominal muscles) (αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ian was a handsome young man with a washboard stomach and muscular arms. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stomach στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του stomach
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.