Τι σημαίνει το street στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης street στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του street στο Αγγλικά.

Η λέξη street στο Αγγλικά σημαίνει δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, γειτονιά, οδός, του δρόμου, του δρόμου, πλανόδιος, του δρόμου, παράδρομος, στενό, μικρός, παρασκηνιακός, πάροδος, κάθετος δρόμος, αδιέξοδο, Downing Street, Ντάουνινγκ Στριτ, οδός Ντάουνινγκ Στριτ, οικονομική άνεση, κεντρικός, κεντρικός εμπορικός δρόμος, οικονομικός, κατάστημα στο κέντρο, ακριβώς απέναντι, κεντρική οδός, ο μέσος άνθρωπος, εκτός δρόμου, ιδιωτικό πάρκινγκ, όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, άστεγος, άνεργος, που κυκλοφορεί ελεύθερος, στάθμευση στον δρόμο, παράδρομος, ακροβάτης του δρόμου, διεύθυνση, τέχνη του δρόμου, street artist, street artist, οδοκαθαριστής, οδοκαθαρίστρια, αξιοπιστία, αξιόπιστος, χορευτής δρόμου, χορεύτρια δρόμου, καβγάς στον δρόμο, street food, υπαίθρια αγορά, μουσικός δρόμου, όνομα του δρόμου, κοινή ονομασία, παρέλαση, οι άστεγοι, καλλιτέχνες του δρόμου, καλλιτέχνης δρόμου, καλλιτέχνιδα δρόμου, θέατρο δρόμου, κόντρες, πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια, πινακίδα, της πιάτσας, μαγκιά, καπατσοσύνη, οδοκαθαριστής, σάρωθρο δρόμων, φανοστάτης, λάμπα δρόμου, φωτιστικό δρόμου, καθημερινό σύνολο, η αρχή του δρόμου, αμφίδρομος, του γούστου σου, Γουολ Στριτ, Γουολ Στριτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης street

δρόμος

noun (road)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This street has four lanes.
Αυτός ο δρόμος έχει τέσσερις λωρίδες.

δρόμος

noun (road with its buildings)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It is a beautiful street with all the trees and nice buildings.
Είναι ωραίος δρόμος, με όλα αυτά τα κτίρια και τα δέντρα.

δρόμος

noun (part of road for cars)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Kids, get out of the street and play on the lawn!

δρόμος

noun (residents of a street) (μτφ: σύνολο κατοίκων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The whole street came out to watch the burning building.

γειτονιά

noun (neighborhood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is such a friendly street. Everyone helps each other.

οδός

noun (name of a road)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
While Main Street might think this is bad, Wall Street likes the change. Their address is 123 Alphington Street.

του δρόμου

noun as adjective (leading to the street)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't use the street door; use the back door.

του δρόμου

noun as adjective (taking place in the street)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a street festival in Springfield today.

πλανόδιος

noun as adjective (working in the street)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The street vendor sold hot dogs from his stand.

του δρόμου

noun as adjective (belonging to street culture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His parents couldn't understand his street slang.

παράδρομος

noun (minor street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στενό

noun (often plural (street off main road)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρός

noun as adjective (street: off main road)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρασκηνιακός

noun as adjective (figurative (clandestine or illegal) (γίνεται στα κρυφά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάροδος

noun (small street from main road)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάθετος δρόμος

noun (street that crosses another)

αδιέξοδο

noun (US (cul-de-sac, road with no exit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't turn there, it's a dead-end street.

Downing Street, Ντάουνινγκ Στριτ

noun (UK, figurative (British prime minister)

He expects the proposal to be supported by Downing Street.

οδός Ντάουνινγκ Στριτ

noun (British prime minister's address)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
By tradition, the British Prime Minister lives at 10 Downing Street.
Παραδοσιακά ο βρετανός πρωθυπουργός ζει στον αριθμό 10 της οδού Ντάουνινγκ Στριτ.

οικονομική άνεση

noun (wealth and ease)

κεντρικός

noun (UK (town's main street)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Roadworks are delaying traffic in the high street.
Τα οδικά έργα καθυστερούν την κυκλοφορία στον κεντρικό δρόμο.

κεντρικός εμπορικός δρόμος

noun (UK, figurative, often capitalized (retail sector)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Discount supermarkets offer the lowest prices on the High Street.
Τα εκπτωτικά σουπερμάρκετ στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους προσφέρουν τις χαμηλότερες τιμές.

οικονομικός

noun as adjective (UK, figurative (shops, fashion: retail) (ρούχα, μαγαζιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Models paraded the latest high-street fashions.

κατάστημα στο κέντρο

noun (UK (store on the main street of a town)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακριβώς απέναντι

adverb (on the opposite side of the road)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My in-laws moved in just across the street, which is handy for babysitting.

κεντρική οδός

noun (principal road)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The town's main street has been pedestrianized.

ο μέσος άνθρωπος

noun (figurative (common man, average person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you explain your theory so that the man in the street can understand it?

εκτός δρόμου

adjective (not in the road)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιδιωτικό πάρκινγκ

noun (private parking area)

όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα

adverb (figurative, slang (leading easy life)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After we paid all of our debts, we were living on easy street.

άστεγος

expression (homeless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άνεργος

expression (unemployed, without a job)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που κυκλοφορεί ελεύθερος

expression (free from prison)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The prosecution argued that it would be better for the offender to serve a prison sentence rather than be on the streets again.

στάθμευση στον δρόμο

noun (not in a drive)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράδρομος

noun (small road leading off larger street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I drive down side streets to avoid the traffic.

ακροβάτης του δρόμου

noun (physical performer who works outdoors)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διεύθυνση

noun (location: building number)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need a street address, not a post office box. We need a street address, not a post office box.
Χρειαζόμαστε μια διεύθυνση, όχι μια ταχυδρομική θυρίδα.

τέχνη του δρόμου

noun (art in public location)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

street artist

noun (creates art in public)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The street artist painted my portrait in 20 minutes.

street artist

noun (performs in public)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Mimes are popular street artists in the French Quarter.

οδοκαθαριστής, οδοκαθαρίστρια

noun ([sb] employed to sweep roads)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αξιοπιστία

noun (slang, abbr (urban subculture: authenticity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If I'm seen out with my mother, it'll damage my street cred!

αξιόπιστος

adjective (slang, abbr (authentically urban)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χορευτής δρόμου, χορεύτρια δρόμου

noun ([sb] who dances in a public place)

καβγάς στον δρόμο

noun (combat in public)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

street food

noun (food sold by outdoor vendors)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπαίθρια αγορά

noun (outdoor stalls)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The weekly street market's a good place to find bargains.
Στο παζάρι που γίνεται κάθε εβδομάδα, μπορεί κανείς να βρει προϊόντα σε τιμή ευκαιρίας.

μουσικός δρόμου

noun (busker in a public place)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

όνομα του δρόμου

noun (name of a road)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The street names in my area are all named after famous English poets.

κοινή ονομασία

noun (drug: common name)

Pot, weed and grass are commonly used street names for marijuana.

παρέλαση

noun (procession with floats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οι άστεγοι

noun (homeless people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλλιτέχνες του δρόμου

noun (street performers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλλιτέχνης δρόμου, καλλιτέχνιδα δρόμου

noun (busker or entertainer in a public place)

θέατρο δρόμου

noun (theatre performed in a public place)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόντρες

noun (illegal car races)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια

noun (outdoor vendor, stallholder)

πινακίδα

noun (panel bearing a road name)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

της πιάτσας

adjective (informal (able to cope in an urban setting) (ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μαγκιά, καπατσοσύνη

plural noun (informal (experience with an urban setting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She still has the street smarts she learned by growing up in a rough neighborhood.

οδοκαθαριστής

noun (person who cleans roads)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My father used to say : "If you don't work hard at school, you'll end up a street sweeper".

σάρωθρο δρόμων

noun (vehicle that cleans roads)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After the parade the street sweeper cleared all the rubbish off the road.

φανοστάτης

noun (light mounted on a post in street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A car crashed into a streetlamp during the snowstorm.

λάμπα δρόμου, φωτιστικό δρόμου

noun (lamp illuminating a road)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The streetlights come on at 6:30 p.m.

καθημερινό σύνολο

noun (clothing: fashionable casual)

η αρχή του δρόμου

noun (UK (higher end of road)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They live at the top of the street.

αμφίδρομος

noun (figurative (mutual responsibility)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

του γούστου σου

expression (slang (the sort of thing you like) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That new film looks as though it'll be up your alley. You're going to love this new club: it's right up your alley!

Γουολ Στριτ

noun (New York financial district)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He works on Wall Street in New York.

Γουολ Στριτ

noun (figurative (New York stock exchange)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wall Street greeted the news as evidence that inflation is under control.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του street στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του street

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.