Τι σημαίνει το straw στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης straw στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του straw στο Αγγλικά.

Η λέξη straw στο Αγγλικά σημαίνει άχυρο, στάχυ, καλαμάκι, αχυρένιος, κιτρινωπός, καλάμι, είμαι γκαντέμης, καλαμάκι, παίζω το τελευταίο μου χαρτί, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, άτυπη ψηφοφορία, εικονική ψηφοφορία, κατασκεύασμα υποδεέστερης αξίας, ψάθινο καπέλο, ασθενές, αβάσιμο επιχείρημα, αχυρένιο στρώμα, άτυπη ψηφοφορία, κατάξανθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης straw

άχυρο

noun (uncountable (animal fodder: dried cereal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmer put straw in the manger for the cows to eat.
O αγρότης έβαλε σανό στο παχνί για να φάνε οι αγελάδες.

στάχυ

noun (stalk of cereal plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmhand had a straw dangling from the corner of his mouth.
O εργάτης του αγροκτήματος είχε ένα στάχυ που κρεμόταν από τη γωνία του στόματός του.

καλαμάκι

noun (thin tube for drinking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The little girl sucked her fizzy drink through a straw.
Tο κοριτσάκι ρούφηξε το ανθρακούχο αναψυκτικό του με ένα καλαμάκι.

αχυρένιος

noun as adjective (made of straw)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The woman was carrying a straw basket.
Η γυναίκα κουβαλούσε ένα ψάθινο καλάθι.

κιτρινωπός

adjective (yellow in colour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim was wearing a straw jacket.

καλάμι

noun (material for baskets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nina wove the straw into a basket.

είμαι γκαντέμης

verbal expression (stuck with an unwanted task, fate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλαμάκι

noun (for sucking up liquids)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We prefer paper drinking straws because they're environmentally friendly.

παίζω το τελευταίο μου χαρτί

verbal expression (informal, figurative (do [sth] desperate) (μεταφορικά)

The company tried using a new slogan, but they were clutching at straws; they were doomed to go bankrupt.

η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι

noun (figurative (final source of irritation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That was the last straw! I can't take any more of your abuse; I'm leaving you.
Ως εδώ και μη παρέκει! Δεν αντέχω άλλο την κακοποίησή σου. Φεύγω.

άτυπη ψηφοφορία, εικονική ψηφοφορία

noun (unofficial poll, vote)

κατασκεύασμα υποδεέστερης αξίας

noun (figurative ([sth] created to be destroyed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάθινο καπέλο

noun (hat woven from dried stalks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She was wearing a straw hat to protect her head from the glare of the sun.

ασθενές, αβάσιμο επιχείρημα

noun (figurative (insubstantial argument) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The argument was a straw man, which the Prime Minister put up to divert attention away from his own weaknesses.

αχυρένιο στρώμα

noun (bed padding filled with straw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
People used to use straw mattresses instead of spring mattresses.

άτυπη ψηφοφορία

noun (unofficial survey or vote)

κατάξανθος

adjective (hair: golden yellow) (μαλλιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του straw στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του straw

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.