Τι σημαίνει το yellow στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης yellow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του yellow στο Αγγλικά.
Η λέξη yellow στο Αγγλικά σημαίνει κίτρινο, κίτρινος, κότα, κιτρινίζω, κιτρινιάρης, κίτρινος, κρόκος, κιτρινίζω, κιτρινίζω, καναρινί, καναρινί, καναρινί, λεμονί, λεμονί, πεύκη η βαριά, πεύκη η βαρύξυλος, σημαία καραντίνας, ελαφρώς χλωμός, κιτρινωπός, κίτρινη κάρτα, κίτρινος πυρετός, κιτρινιάρηδες, σχιστομάτηδες, σφήκα, κίτρινος τύπος, πορτοκαλί, τηλεφωνικός κατάλογος, Κίτρινη Θάλασσα, κίτρινο κολοκύθι, δειλία, κιτρινόγαστρος, δειλός, Sphyrapicus varius. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης yellow
κίτρινοnoun (light color) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You look good in yellow. Σου πάει πολύ το κίτρινο. |
κίτρινοςadjective (light in color) (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She loved wearing her yellow shirt. Λάτρευε το κίτρινο πουκάμισό της. |
κόταadjective (figurative (cowardly) (μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Are you afraid? Are you yellow? |
κιτρινίζωadjective (discolored) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This plastic turns yellow with age. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το πλαστικό πιάτο το έχω από όταν ήμουνα παιδί και πλέον είναι κιτρινισμένο. |
κιτρινιάρηςadjective (dated, offensive (Asian) (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κίτρινοςadjective (figurative, pejorative (newspapers, press: sensational) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κρόκοςnoun (egg yolk) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Separate the yellow of the egg and put it aside. |
κιτρινίζωintransitive verb (become yellow) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The plastic yellows with time. |
κιτρινίζωtransitive verb (make yellow, discolor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sun yellowed the plastic. |
καναρινίnoun (bright yellow colour) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Canary yellow is the theme color for the party. |
καναρινίadjective (bright yellow in colour) (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mary is wearing a canary-yellow sweater. |
καναρινίadjective (warm yellow in color) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
λεμονίnoun (pale greenish-yellow colour) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I hate my office because the walls are painted a lemon yellow. |
λεμονίadjective (pale greenish-yellow in colour) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) She didn't know if it would be a boy or a girl so she bought green and lemon yellow baby clothes. |
πεύκη η βαριά, πεύκη η βαρύξυλοςnoun (tree: Pinus ponderosa) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σημαία καραντίναςnoun (ship's disease signal) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελαφρώς χλωμός, κιτρινωπόςadjective (a bit discoloured, off-white) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Drinking a lot of tea can stain your teeth slightly yellow. |
κίτρινη κάρταnoun (soccer: official warning to player) |
κίτρινος πυρετόςnoun (infectious febrile disease) I caught yellow fever on a trip to Africa. |
κιτρινιάρηδες, σχιστομάτηδεςplural noun (pejorative, offensive (Chinese or East Asian people) (υβρ, προσβλ: ασιατικής καταγωγής) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
σφήκαnoun (wasp) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The yellow jacket buzzed angrily around her head, threatening to sting at any moment. |
κίτρινος τύποςnoun (pejorative (sensational news writing) (μεταφορικά) |
πορτοκαλίnoun (US (amber traffic signal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A yellow light indicates caution. When you see a yellow light ahead you should begin to apply the brakes. |
τηλεφωνικός κατάλογοςnoun (® in UK, Canada, Aus and elsewhere. (business directory) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) I didn't know the company's number so I checked in the Yellow Pages. |
Κίτρινη Θάλασσαnoun (Pacific Ocean around China) |
κίτρινο κολοκύθιnoun (marrow-like vegetable) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δειλίαnoun (informal, figurative (cowardly nature) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κιτρινόγαστροςadjective (animal: having a yellow underside) (για ζώο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δειλόςadjective (figurative, pejorative (cowardly) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Sphyrapicus variusnoun (bird: Sphyrapicus varius) (επίσημο: πουλί) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του yellow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του yellow
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.