Τι σημαίνει το stressed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stressed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stressed στο Αγγλικά.

Η λέξη stressed στο Αγγλικά σημαίνει αγχωμένος, τονισμένος, που δέχεται τάση, που δέχεται πίεση, πίεση, έμφαση, τόνος, αγχώνω, τονίζω, τονισμός, τονισμός, τάση, αγχώνομαι, αγχώνομαι για κτ, επιβαρύνω, καταπονώ, τονίζω, που έχει αγχωθεί, τονισμένη συλλαβή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stressed

αγχωμένος

adjective (emotionally)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Paul is really stressed because of all the problems he's having at the moment.
Ο Πωλ είναι πραγματικά αγχωμένος εξαιτίας όλων των προβλημάτων που έχει αυτήν την στιγμή.

τονισμένος

adjective (syllable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Listen to see if you can identify the stressed syllable in the following words.
Άκουσε για να δεις αν μπορείς να εντοπίσεις την τονισμένη συλλαβή στις επόμενες λέξεις.

που δέχεται τάση, που δέχεται πίεση

adjective (subjected to physical strain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stressed concrete was used in the construction.

πίεση

noun (pressure, demands)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stress of getting married can be overwhelming.
Το άγχος του γάμου μπορεί να είναι συντριπτικό.

έμφαση

noun (emphasis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stress placed on good customer service has helped the company grow.
Η έμφαση που δόθηκε στην καλή εξυπηρέτηση πελατών βοήθησε την εταιρία να αναπτυχθεί.

τόνος

noun (phonetics: accent on syllable)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The stress goes on the second syllable.
Ο τόνος πάει στη δεύτερη συλλαβή.

αγχώνω

transitive verb (make tense, nervous)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was really stressed by the medical operation.
Η εγχείρηση με άγχωσε πολύ.

τονίζω

transitive verb (emphasize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We stressed our desire to hire a manager with a lot of experience.
Τονίσαμε την επιθυμία μας να προσλάβουμε έναν διευθυντή με πολλή εμπειρία.

τονισμός

noun (stronger than usual pronunciation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In English, stress is sometimes put on a word to emphasise its importance.

τονισμός

noun (music: accented beat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is a stress here on the B flat.

τάση

noun (mechanics: physical pressure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stress on the bolt was the cause of the mechanical failure.

αγχώνομαι

intransitive verb (informal (become anxious, tense)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's all going to be OK; don't stress!

αγχώνομαι για κτ

intransitive verb (be tense, anxious about)

Julie is really stressing over her exams.

επιβαρύνω, καταπονώ

transitive verb (subject to physical stress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lifting that heavy table has stressed my back.

τονίζω

transitive verb (pronounce more strongly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He stressed the word "walk" because he really didn't want to drive to the shop.

που έχει αγχωθεί

adjective (informal (anxious, tense)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm stressed out about all the work I have at the moment. "Quit fighting, the three of you!" yelled the stressed-out mother to her children.

τονισμένη συλλαβή

noun (part of a word that is emphasized)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stressed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stressed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.