Τι σημαίνει το stricken στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stricken στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stricken στο Αγγλικά.

Η λέξη stricken στο Αγγλικά σημαίνει που έχει προσβληθεί, γεμάτος, πληγείς, πληγείς, απεργία, χτυπώ, χτυπώ, πλήττω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, διαγράφω, σβήνω, χτύπημα, επίθεση, στράικ, στράικ, χτύπημα, παράπτωμα, δίνω σε κπ την εντύπωση του, επιτίθεμαι, απεργώ, δαγκώνω, ανάβω, φτάνω, καταλήγω, πέφτω, πέφτω, βρίσκω, εκπλήσσω, διαγράφω, ξεστήνω τα σκηνικά, δίνω την εντύπωση, καρφώνω, γεμίζω, έκπληκτος, κατάπληκτος, έκθαμβος, που νιώθει ενοχές, φοβισμένος, τρομαγμένος, που θρηνεί, που πενθεί, που έχει παγώσει από τον φόβο του, πανικόβλητος, πάμφτωχος, θεόφτωχος, τρομοκρατημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stricken

που έχει προσβληθεί

(figurative (afflicted: with disaster, disease) (ασθένεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Half of the village was stricken with the illness.

γεμάτος

(figurative (affected: by panic, grief)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stricken with grief, the women wailed and shook their heads.
Γεμάτες πόνο, οι γυναίκες θρηνούσαν και κουνούσαν τα κεφάλια τους.

πληγείς

adjective (area, etc.: affected, hit)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Aid agencies have rushed to send emergency supplies to the stricken area.
Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις βιάστηκαν να στείλουν προμήθειες έκτακτης ανάγκης στις πληγείσες περιοχές.

πληγείς

adjective (as suffix (afflicted by [sth])

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
People in the drought-stricken region were dying of thirst.

απεργία

noun (work stoppage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The union called a strike for Friday.
Η συντεχνία προκήρυξε απεργία την Παρασκευή.

χτυπώ

transitive verb (hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boxer struck his opponent.
Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του.

χτυπώ

transitive verb (hit: a target)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The arrow struck its target.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη.

πλήττω

transitive verb (attack, hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hurricane struck us without warning.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (crash into)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The car struck the guardrail.
Tο αυτοκίνητο προσέκρουσε στο προστατευτικό κηγκλίδωμα.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (clock: sound)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The clock struck ten.
Το ρολόι σήμανε δέκα.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (lightning: hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lightning struck the old tree during the storm.
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε το γέρικο δέντρο.

διαγράφω, σβήνω

(text: delete from [sth]) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Strike that sentence from your article.

χτύπημα

noun (sound from hitting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can you hear the strike of the clock?

επίθεση

noun (attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The military strike killed three people.

στράικ

noun (baseball: miss) (μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Three strikes and you're out.

στράικ

noun (bowling: knocking over all pins) (μπόουλινγκ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I had three strikes in the game.

χτύπημα

noun (instance of [sth] striking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lightning strikes are reported in the area.

παράπτωμα

noun (unfavorable mark)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The judge reminded the defendant that this was his second strike.

δίνω σε κπ την εντύπωση του

verbal expression (give the impression)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Greg's story strikes me as an exaggeration.

επιτίθεμαι

intransitive verb (attack)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The army struck in the middle of the night. The bank robbers have struck again.

απεργώ

intransitive verb (stop work in protest)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The workers all decided to strike after their boss refused to negotiate salaries.

δαγκώνω

transitive verb (bite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The snake struck his leg without warning.

ανάβω

transitive verb (match: light) (σπίρτο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To light the candles, first you need to strike a match.

φτάνω, καταλήγω

transitive verb (accord: reach) (σε συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two parties finally struck an agreement.

πέφτω

transitive verb (fall on) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When light strikes an object, the wavelengths it reflects determine what colour that object will appear.

πέφτω

transitive verb (fall upon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The egg broke when it struck the floor.

βρίσκω

transitive verb (locate by mining)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The town grew after somebody struck gold there.

εκπλήσσω

transitive verb (surprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was struck by the news of his cousin's death.

διαγράφω

transitive verb (text: put a line through) (με μια γραμμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Strike all of the lines in the second paragraph.

ξεστήνω τα σκηνικά

transitive verb (theater, film: dismantle set)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω την εντύπωση

(give the impression)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His attitude really struck me as strange.

καρφώνω

(thrust) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The camper struck his pole into the ground.

γεμίζω

(instil) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It struck terror into their hearts.
Γέμισε με τρόμο τις καρδιές τους.

έκπληκτος, κατάπληκτος, έκθαμβος

adjective (amazed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was completely awe-struck by the beauty of the Rocky Mountains.

που νιώθει ενοχές

adjective (feeling guilty after doing [sth] wrong)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φοβισμένος, τρομαγμένος

adjective (frightened)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που θρηνεί, που πενθεί

adjective (grieving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I tried to console my grief-stricken mother, but nothing I did seemed to help.

που έχει παγώσει από τον φόβο του

adjective (unable to move from fear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανικόβλητος

adjective (panicking)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάμφτωχος, θεόφτωχος

adjective (extremely poor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This organization strives to help as many of the poverty-stricken families in this city as possible.

τρομοκρατημένος

adjective (frightened, horrified)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stricken στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stricken

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.